United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τ' αγριογούρουνα και τα ζαρκάδια και τους λαγούς. Κι' όταν γυρίζω σ' αυτόν που με φιλοξενεί, ξέρω πολύ καλά να παίζω με το ρόπαλο, να μοιράζω τα κούτσουρα στους ιπποκόμους, να κουρδίζω την άρπα και να τραγουδάω, και ν' αγαπώ της Βασίλισσες, και να ρίχνω στα ποταμάκια καλοκομμένα κομματάκια ξύλο. Μα την αλήθεια, δεν είμαι καλός τραγουδιστής; Σήμερα είδατε πώς ξέρω να παίζω το ραβδί».

Αν τύχη να κρατή ραβδί, και δεν προφθάσω να ξεφύγω, ασφαλώς θα προσπαθήση να μου την καταφέρη. Ιππίας. Τι λόγια είναι αυτά; Μήπως είναι εξουσιαστής σου αυτός ο άνθρωπος, και αν κάμη τέτοιο πράγμα δεν θα την πάθη και δεν θα καταδικασθή; Ή μήπως δεν έχει δικαιοσύνην η πατρίς σας, αλλά αφήνει τους πολίτας να κτυπούν ο είς τον άλλον; Σωκράτης. Διόλου μάλιστα δεν αφήνει. Ιππίας.

Εγύριζε αριστερά, ευρισκόταν άξαφνα στην πόρτα της Κόλασης κ' έβλεπεν εμπρός αγριεμένο τον διάβολο μ' ένα δυκριάνι σιδερένιο στα χέρια να τον φοβερίζη. Εγύριζε δεξιά, έβλεπε την Παράδεισο και τον άγιον Πέτρο κρατώντας για ραβδί μια θεόρατη κλείδα κ' έτοιμον να του σπάση τα κόκκαλα. — Μωρέ διάβολε! λέγει, σαν σκούρα τα πράμματα!

Και η καπετάνισσα παντρεύθη ένα ραβδί και περπατεί τις στράτες. Περνάει από κάτω από το σπίτι το ψηλό και καίγετ' η καρδιά της. Περνάει από τα μαγαζιά του λιμανιού, που είναι κρεμασμένη η ζωγραφιά του κανακάρη της, κι' αναστενάζει θλιβερά. Περνάει κι' απ' την αμμουδιά, που τραγουδούνε τα κορίτσια το τραγούδι της Λενιώς, και βουρκώνουν τα μάτια της.

Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, ηθέλησε κατόπιν πάλι δια να λειτουργήση, όμως οι Άγιοι όλοι εν χορώ τον απηρνήθησαν, δηλαδή, τον αγριοκύτταζαν ωσεί εν πυρί και ρομφαία: ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Άγιος Χαράλαμπος και ο Άγιος Ελευθέριος σήκωσαν ο καθένας τους το βαρύ Ευαγγέλιον όπου εκρατούσαν να του το ρίξουν κατακέφαλα· ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος σήκωσε το ραβδί με τον σταυρόν να τον πατάξη• ο Άγιος Μηνάς κ' οι Άγιοι Θεόδωροι και ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Δημήτριος κέντρισαν τάλογά τους να τον ποδοπατήσουν και να τον λογχίσουν· η Αγία Αικατερίνη κ' η Αγία Βαρβάρα κ' η Οσία Πελαγία απέστρεψαν το πρόσωπον τους απ' αυτού.

Σαν άνοιγε τα μάτια της, η πρώτη της ματιά έπεφτε στο ραβδί της, χαϊδευτική και παραπονεμένη. Και το κοκκαλιάρικο χέρι της άπλωνε λες μοναχό του κ' έπιανε το ξερό ραβδί και το πασπάτευε μέσα στο σκοτάδι, σα να χάιδευε ανθρώπινο χέρι. Και το ραβδί πάλι, μολονότι που ήτανε ξύλο, φαινότανε να τη συμπονάη και να τη λυπάται, περισσότερο απ' τους αγίους και τους ανθρώπους.

Σιγάσιγά καθώς σκέβρωσε το κορμί της δεν μπορούσε να σταθή στα κοκκαλιάρικα πόδια της κι' όλο έγερνε να πέση με τα μούτρα στο χώμα. Μα το χώμα δεν την ήθελε. Χίλιες φορές έπεσε προύμυτα στη γη και χίλιες φορές τη σηκώσανε πάλι οι διαβάτες. Δεν είχε ούτε ένα ραβδί ν' ακουμπήση τα γηρατειά της.

Εξύπνησε παραλογισμένη, φρίσσουσα· εσηκώθη, επήρε το ραβδί της, το καλάθι της, και απεφάσισε να φύγη εκείθεν. Εδώ εις την κοίλην χιβάδα του βράχου, εις την βοήν του ερήμου αιγιαλού, υπήρχον πολλά φαντάσματα. Ο τόπος ήτον στοιχειωμένος. «Ας φύγω κι' αποδώ»! Πάραυτα επανήλθον εις τον νουν της οι λογισμοί της οι άλλοι, οι θετικώτεροι.