United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν υπάρχει λοιπόν κανένα γιατρικό του έρωτα, που να πίνεται, που να τρώγεται, που να λέγεται με ξόρκια, παρά μονάχα το φιλί και τ' αγκάλιασμα και το πλάγιασμα με γυμνά τα κορμιά. Ο Φιλητάς λοιπόν, σαν τους έμαθεν αυτά, φεύγει, αφού τούδωκαν λίγα τυριά κ' ένα κατσικάκι κερατιάρικο πια.

Λοιπόν το πλάγιασμα είναι το μόνο γιατρικό του έρωτα· πρέπει να το δοκιμάσουμε κι αυτό· χωρίς άλλο κάτι καλλίτερο από το φιλί θε νάναι μέσα σε τούτο. Ύστερ' από τέτοιους στοχασμούς, καθώς ήτανε φυσικό, έβλεπαν κι όνειρα ερωτιάρικα: τα φιλιά, τ' αγκαλιάσματα κι ακόμη όσα δεν έκαμαν την ημέρα τα κάμανε στ' όνειρό τους· ήτανε πλαγιασμένοι γυμνοί.

Κι άρχισ' ο Δάφνις δεύτερος το λιγερό τραγούδι. Απ' τη σπηληά διβαίνοντας μαζί με τα δαμάλια, μια σμιχτοφρύδα μ' είδε χθες κ' είπεν: ώμορφος πούνε! Κ' εγώ δεν αποκρίθηκα, λόγο πικρό δεν είπα, μα με τα μάτια χαμηλά τράβηξα στη δουλειά μου. Είνε γλυκό το μουγκρυτό κ' η ανάσα της γελάδας, γλυκό είνε και το πλάγιασμα στη ρεμματιά το θέρος.

Κι όταν εκείνη ερωτούσε τι άλλο είναι ακόμη από το φιλί κι από τ' αγκάλιασμα κι απ' αυτό το πλάγιασμα και τι στοχάζεται να κάνη αν γυμνός ξαπλωθή μ' αυτήνε γυμνή, ο Δάφνης είπε: — Αυτό που κάνουν τα κριάρια στις προβατίνες κ' οι τράγοι στις γίδες.

Και δε δύνονταν να μας δροσερέψουν ούτε η πρασινάδα του αριού λόγγου που διαβαίναμε, ούτε της ρεμματιάς το τρεχάμενο λιγοστό νερό. Μαραμένες από το λιοπύρι και ξεδροσισμένες εκρέμονταν από τα πουρνάρια η αγράμπελες, παρόμοιες με την κόρη του Θεόκριτου ύστερ' από το κρυφό πλάγιασμά της με το ερωτεμένο το βοσκόπουλο.

Αυτά 'πε' και να κοιμηθή και αυτής εκαλοφάνη. 295 και άμ' έπεσαν τους κύκλωσαν του πολυβούλου Ηφαίστου τα τεχνικώτατα δεσμά, και ουδέ μέλος κανένα να κινήσουν εδύνονταν, ή ολίγο να σηκώσουν• κ' ένοιωσαν τότε ότι φυγής κανείς δεν ήταν τρόπος, και ο ζαβοπόδης ο θεόςολίγο ήλθε σιμά τους, 300 επειδή οπίσω εγύρισε πριν εις την Λήμνο φθάση• ότι σκοπός του εφύλαγεν ο Ήλιος και του το 'πε. με την καρδιά περίλυπη πλησίασετο δώμα, 'ς τα πρόθυρα εσταμάτησε, και άγρια χολή τον πήρε, και φρικτήν έσυρε βοήτους αθανάτους όλους• 305 «Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε, ελάτ', έργ' αξιογέλαστα και αβάστακτα να ιδήτε, με, τον χωλόν, πώς του Διός η κόρ', η Αφροδίτη, καταφρονεί και αγάπησε τον ανδροφόνον Άρη, ότ' είναι ωραίος, και γερόςτα πόδια, κ' εγώ είμαι 310 εκ γενετής αστερέωτος• και εις τούτο ποιος μου πταίει παρά και οι δύο μου γονείς, να μη 'χαν με γεννήσει. αλλά θα ιδήτε πώς αυτοί κοιμούνται αγκαλιασμένοι• κυττάζω εγώ και οδύρομαι 'που η κλίνη μου επατήθη. παρόμοιο πλάγιασμα, θαρρώ, δεν θα ζητήσουν πλέον, 315 μ' όσον και αν έχουν έρωτα, ουδέ για ολίγην ώρα. αλλ' απ' τα επίβουλα δεσμά δεν θα λυθούν εκείνοι, πριν λάβω απ' τον πατέρα της οπίσ' όλα τα δώρα, όσα 'χω για την άσεμνη την κόρη παραδώσει. καλ' είναι η θυγατέρα του, αλλά δεν έχει γνώσι». 320

Κ' είπε, τα κεφαλάκια των χαϊδεύοντας η Αλκμήνη: «Ύπνο γλυκό κ' ύπνο αλαφρό, παιδιά μου κοιμηθήτε, »κλείσετε τα ματάκια σας, ευτυχισμένα αδέρφια· »καλότυχο το πλάγιασμα και το ξημέρωμά σας». Και λέγοντας τα λόγια αυτά κουνούσε την ασπίδα και τα παιδιά κοιμήθηκαν κ' ύπνος γλυκός τα πήρε.