United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε και όλοι ωρκίσθηκαν όπως αυτός ζητούσε. και άμα τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον, είπ' ο ιερός Τηλέμαχος• «Αν ν' αποκρούσης κείνον, 60 ω ξένε, σπρώχνει σε η καρδιά κ' η ανδρική ψυχή σου, από τους άλλους Αχαιούς κανέναν μη φοβήσαι, τι θα παλαίση με πολλούς όποιος εσέ κτυπήση. ξένος μου είσαι• οι βασιλείςτην γνώμη μου συντρέχουν, ο Αντίνοος και ο Ευρύμαχος, άνδρες και οι δυο με γνώσιν. 65

Ταύτα συνεφώνησαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι των αφ' ενός, και οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοι των αφ' ετέρου, και ώμοσαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι κατά την δωδέκατην του λακεδαιμονίου μηνός Γεραστίου.

Ημείς, όπως πρέπει εις δυστυχείς και όπως απαιτεί η ανάγκη, επικαλούμενοι τους θεούς τους τιμωμένους εις τους αυτούς και ομοίους βωμούς και κοινούς εις όλους τους Έλληνας ικετεύωμεν να σας πείσουν περί τούτων, συνάμα ζητούντες να μη λησμονήσετε ότι ενθυμούμενοι τους όρκους, τους οποίους ώμοσαν οι πατέρες σας, εγενόμεθα ικέται των πατρόων τάφων σας και επικαλούμενα τους αποθανόντας να μη δουλωθώμεν υπό των Θηβαίων μήτε να παραδοθώμεν εις εχθίστους, ενώ είμεθα φίλοι.

Αφού δε εκόρεσαν την εκδίκησίν των, απήγγειλον φοβεράς κατάρας δι' εκείνους οίτινες ήθελον αφήσει τον στόλον· εκτός τούτου, έρριψαν εις την θάλασσαν σιδηράν ράβδον και ώμοσαν να μη επιστρέψωσιν εις την Φώκαιαν ενόσω η ράβδος δεν αναβή εις την επιφάνειαν.

Είμαι άραγε παράφρων εγώ, διότι κακήν άπαξ απόφασιν λαβών μετεμελήθην ύστερον φρονιμώτερον σκεφθείς ; ή μήπως συ μάλλον παραλογίζεσαι θέλων ν' ανακτήσης άπιστον σύζυγον, την οποίαν πρέπει να ευχαριστής τον θεόν ότι σου την αφήρεσεν; Εάν ώμοσαν τότε τον Τυνδάρειον όρκον οι ερωτόληπτοι μνηστήρες, δεν το έπραξαν βέβαια ούτε διά της ιδικής σου ενεργείας ούτε προς χάριν σου· το έπραξαν διότι έκαστος ήλπιζε δι’ εαυτόν.

Είπα, κ' εκείνοι ωρκίσθηκαν ως είχα εγώ ζητήσει, και αφού τον όρκον ώμοσαν κ' ετέλειωσαν εκείνοι, τ' ωρηό καράβι αράξαμε μες τον βαθύ λιμένα, 305 'που 'χε σιμά γλυκό νερό• και οι σύντροφοί μου εβγήκαν έξωτην γη, και τεχνικά τον δείπνον ετοιμάσαν, και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, έκλαιαν ενθυμούμενοι τους ποθητούς συντρόφους, 'π' άρπαξ' η Σκύλλα κ' έφαγεν απ' το βαθύ καράβι• 310 κ' ύπνος τους έπιασε γλυκός εκεί, 'που ακόμη εκλαίαν, και μες το τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν, άνεμον σήκωσε σφοδρόν ο αστραποφόρος Δίας, με φυσομάνισμα φρικτό, κ' ετύλιξετα νέφη πόντον και γην, κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα. 315 και ως ήλθε η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, εις άντρο μέσα εσύραμε κ' εστήσαμε το πλοίο• κ' ήσαν αυτού χορότοποι κ' έδραις Νυμφών ωραίαις. τότ' έκαμα συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα• «ω φίλοι, αφούτο πλοίο μας πιοτό και βρώσις είναι, 320 τα βώδι' αυτά μη εγγίξουμε, μη συμφορά μας εύρη. ότι δεινού θεού τ' αρνιά τούτά 'ναι και η δαμάλαις, του Ηλιού, 'που όλ' άνωθε τηρά και όλ' άνωθεν ακούει».

Σας εξορκίζουν λοιπόν εις τους όρκους, τους οποίους ώμοσαν οι πατέρες ημών, να μη μεταβάλετε κατ' ουδέν την υπάρχουσαν συμμαχίαν». Αφού ανήγγειλαν ταύτα οι πρέσβεις, οι Πλαταιείς απεφάσισαν να μη προδώσουν τους Αθηναίους, αλλά να ανεχθούν εν ανάγκη και την λεηλασίαν της χώρας των υπό τους οφθαλμούς των και πάν ό,τι άλλο ηδύνατο να συμβή.

Τότε συνήθροισαν εις την ακρόπολιν, γυναίκας, τέκνα, πλούτη, δούλους· έθεσαν πυρ εις το φρούριον εκείνο διά να το καύσωσιν ολόκληρον, και αφού ώμοσαν μεταξύ των φοβερούς όρκους, εξώρμησαν με τα όπλα εις χείρας και εφονεύθησαν μαχόμενοι. Από τους Λυκίους δε οίτινες την σήμερον καλούνται Ξάνθιοι, πλην ογδοήκοντα οικογενειών, οι πλειότεροι είναι επήλυδες.