United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι οι μεν Λακεδαιμόνιοι επιβάλλουν έν από τα δύο, ή να φύγης ή να γυμνωθής προς πάλην, συ όμως μου φαίνεται ότι το κάμνεις καθώς ο Ανταίος . Διότι όποιος σου πλησιάση, δεν τον αφίνεις να φύγη πριν τον αναγκάσης να ετοιμασθή και να παλαίση με τους λόγους. Σωκράτης. Περίφημα εχαρακτήρισες την ασθένειάν μου, καλέ Θεόδωρε. Εγώ όμως είμαι δυνατώτερος από εκείνους.

Ως διά να αποδειχθή καθαρώτερα η παντοδυναμία της Νεμέσεως, εκλέγεται ως κύριον όργανον της αποφασισμένης τιμωρίας άτομον ακατάλληλον προς τοιαύτην ενέργειαν και αναγκάζεται να παλαίση και προς την ιδίαν φύσιν του και προς την δοκιμασμένην πανουργίαν και την άκαρδον μοχθηρίαν του ενόχου.

Αυτά 'π' ο Αντίνοος και άρεσεόλους εκείνου ο λόγος. 50 με δόλον ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας• «Αγαπητοί, δεν γίνεται με νέον να παλαίση γέρος πολυβασάνιστος• αλλά με βιάζει τώρα, για να δαρθώ ο ταλαίπωρος, η πάγκακη κοιλία, αλλ' όλοι σεις ομόσετεεμένα φρικτόν όρκο, 55 βοηθός του Ίρου να μη βγη κανείς να με πατάξη άνομα, και αποκάτω του να με καταδαμάση».

Ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης απέθανε! Ο νέος έτι και ακμαίος πολιτικός ανήρ ο γλυκύς και απτόητος ρήτωρ ο ακάματος και χρηστός κυβερνήτης, ανηρπάγη εντός τεσσάρων ημερών υπό νόσου οξείας, ήτις και άλλοτε προ δώδεκα ετών τον είχεν επιβουλευθή, καθ' ης όμως δεν κατώρθωσε να παλαίση εκ δευτέρου το εξηντλημένον σώμα του ατυχούς τέκνου του Μεσολογγίου.

Αυτά 'πε και όλοι ωρκίσθηκαν όπως αυτός ζητούσε. και άμα τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον, είπ' ο ιερός Τηλέμαχος• «Αν ν' αποκρούσης κείνον, 60 ω ξένε, σπρώχνει σε η καρδιά κ' η ανδρική ψυχή σου, από τους άλλους Αχαιούς κανέναν μη φοβήσαι, τι θα παλαίση με πολλούς όποιος εσέ κτυπήση. ξένος μου είσαι• οι βασιλείςτην γνώμη μου συντρέχουν, ο Αντίνοος και ο Ευρύμαχος, άνδρες και οι δυο με γνώσιν. 65

Αλλ' εκτός των τοιούτων μεγάλων πολέμων προς τους βαρβάρους της Δύσεως και προς τους Πέρσας, η βασιλεία του Ιουστινιανού είχε να παλαίση και προς άλλους εντός του Κράτους βαρβάρους εχθρούς. Το κράτος του Ιουστινιανού ωμοίαζε, καθώς λέγει Γερμανός ιστορικός, προς μεγάλην ευτυχισμένην νήσον πολιτισμού περικυκλουμένην από Ωκεανόν βαρβαρότητος.

Από τα ύδατα του Ιορδάνου ήχθη, — και κατά την ζωηροτέραν και γραφικωτέραν έκφρασιν του Μάρκου, «εξεβλήθη, — υπό του Πνεύματος εις την Έρημον. «Ήχθη, — λέγει ο Ιερεμίας Ταίυλορ, — υπό του Αγαθού Πνεύματος, όπως πειραχθή υπό του Κακού Πνεύματος». Είχε περιβληθή τώρα την πανοπλίαν του όχι διά να καθίση και αναπαυθή, αλλά διά να παλαίση τον αγώνα τον δεινόν.

Αυτά 'πε· κείνος άκουσε τον ποθητόν πατέρα, και, οπ' είχε τα λαμπρ' άρματα, 'ς τον θάλαμο, κατέβη· εκείθ' ασπίδαις τέσσεραις επήρε, οκτώ κοντάρια, 110 τέσσαρα κράνη χάλκινα, μ' αλόγου χήτη ωραία· τα 'φερνε και δεν άργησε να φθάσητον πατέρα. κείνος με τα λαμπρ' άρματα το σώμ' έζωσε πρώτος, κατόπ' οι δούλοι εζώνονταν και οι τρεις επήραν θέσι σιμάτον πολυμήχανον ανδρείον Οδυσσέα. 115 και αυτός, όσο του ευρίσκονταν ακόντια να παλαίση, 'ς το σπίτι του θανάτονε με κάθε βέλος έναν απ' τους μνηστήραις, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του. και άμ' έλειψαν του βασιληά, 'που τόξευε, τα βέλη, του στέρεου μεγάρου τουτον θυροπαραστάτη 120 το τόξον έκλινε αντικρύ των τοίχων φωτοβόλων, κ' έζωσ' ευθύςτους ώμους του τετράδιπλην ασπίδα, εις την γενναίαν κεφαλήν καλόν έθεσε κράνος μ' αλόγου χήτη, και φρικτά σειόταν επάν' ο λόφος, και δύο πήρε δυνατά κοντάρια χαλκοφόρα. 125

Έχει ο μεταφράζων να παλαίση με το γλωσσικόν της ξένης γλώσσης αίσθημα, με τας μεστάς και βαθείας του συγγραφέως εννοίας, με ποικίλας εκ των πραγμάτων δυσκολίας, όπερ απαιτεί άλλας ιδιαιτέρας μελέτας και με την ατομικήν δύναμιν και ικανότητα, διά των οποίων θ' αποτυπώση το κάλλος του πρωτοτύπου εις την ψυχήν του, θα το αισθανθή και θα το αναπαραστήση ως να εξεπήγασεν εκ της ιδίας ψυχής.

Εχάρηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας, ότι μέσατην σύνοδον άνθρωπον είδε φίλον• 200 και μ' ελαφρότερην καρδιά τότ' είπε των Φαιάκων• «Τούτον, ω νέοι, φθάσετε τώρα, κ' εγώ κατόπι και άλλον θα ρίξω είτ' ως αυτού, είτε παρέκει ακόμη, και από τους άλλους Φαίακαις όποιον βαστά η καρδιά του, τόσο αφού μ' εχολεύσετε, να δοκιμάση ας έλθη, 205το γρόνθισμα, 'ς το πάλαισμα, 'ς τα πόδια, 'ς ό,τι θέλει, απ' όλους όποιος δήποτε, αλλ' όχι ο Λαοδάμας• ότ' είνε τούτος ξένος μου• ποιος μάχεται με φίλον; ανόητος και ουτιδανός όποιος ζητεί μ' εκείνον, 'που τον ξενίζει σπίτι του, 'ς αγώναις να παλαίση 210 εις ξένον τόπο, και πολύ τον εαυτό του βλάπτει. τους άλλους όλους δέχομαι, δεν αψηφώ κανέναν• αλλά να μάθω θέλω αυτούς και να τους δοκιμάσω. τιόσα είναι αγωνίσματα κακός εγώ δεν είμαι• να ψάχνω ηξεύρω ολόγυρα το στιλβωμένο τόξο, 215 και πρώτος ρίχνοντας κτυπώ μες των εχθρών το πλήθος άνδρ' όποιον θέλω, και αν πολλοί κοντά μου παραστέκουν σύντροφοι, και τα τόξα τους εις τον εχθρό τεντόνουν.