Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Εκεί που αυτοί κουβέντιαζαν, ο Μιχάλης, δεμένα τα χέρια του πίσω, σεργιάνιζε τριγύρω στην εκκλησιά και κοίταζε τα πάμπολλα μνήματα, τις λιγωστές πλάκες, το βαθύ και τολόγεμο χωνευτήρι. Στάθηκε και λόγιαζε τα κιτρινιασμένα τα κόκκαλα, του καθενού μακαρίτη σε ξέχωρο σακκί τυλιγμένα, σακκί σάπιο και ξεπαραλυμένο εδώ και κει, με τα κόκκαλα μισοβγαλμένα από την κάθε του τρύπα. Λογής λογής κόκκαλα.

Σηκώνεις τες πλάτες, παληόκορμο; αν αμελήσης, ή αν κάμης κακοθέλητα την παραμικρή από τες προσταγές μου, σε στρεβλώνω με γεροντικά μουδιάσματα, σου γιομίζω τα κόκκαλα σφάγια, όσο να βγάλης μουγκρίσματα και βοή, τα θεριά να τρομάξουν. Πρέπει να υπακούσω· τόσο μπορεί η τέχνη του, ώστ' ήθελ' είναι αρκετή να υποτάξη τον Θεό της μητρός μου, τον Σέτεβο, να τον προσκυνήση. Το τραγούδι του Άριελ.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ Καλέ, Χριστέ και Παναγία, τι είναι τόσον άναμμα; Διά τα κόκκαλά μου τα πονεμένα, είν' αυτό κατάπλασμα; Ωραία! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Τι βάσανον! — Παρακαλώ, τι λέγει ο Ρωμαίος; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Πήρες την άδειαν να 'πας εις τον πνευματικόν σου; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ναι, την επήρα. ΠΑΡΑΜΑΝΑτο κελλί του πάτερ Λαυρεντίου αμέσως πήγαινε. — Εκεί προσμένει ένας άνδρας να γείνης η γυναίκα του.

Άλλο όμως λόγο θα σου πω, και κάν' τον, σε ξορκίζω· να μη μου βάλουν χωριστά τα κόκκαλα, Αχιλέα, απ' τα δικά σου, μον καθώς ζήσαμε αντάμα οι διο μας, 84 έτσι ένα και τα κόκκαλα κιβούρι ας μας σκεπάσει91

Και πώς να μη παραξενευθή, ας ήτο και καθ' ύπνον; Φαντασθήτε να βλέπη τις τα κόκκαλα των νεκρών εις το κοιμητήρι να ζωντανεύουν, να ορθούνται, να κτυπώνται μεταξύ των και να κάμνωσι τοιούτον φοβερόν θόρυβον!

Εγώ είδα τα κόκκαλα κ' εγώ άκουσα για τις φρεγάδες τις βασιλικές. Από τα τόσα τέρατα μόνον εκείνες ηύραν την αθανασία! Αφού παράδειραν για χρόνια στ' ανοιχτά εκατέβηκαν σύγξυλες στους ξανθούς άμμους του βυθού. Η μία βρίσκεται στης Κρήτης τα νερά· η άλλη κάπου στη Ρόδο και οι άλλες δύο ανάμεσα στα Δωδεκάνησα.

Ο Ούρσος ήτο τωόντι πλησίον του. Ο Χίλων έπεσε πρηνής και ήρχισε να οιμώζη: «Ούρσε! . . . Διά το όνομα του Χριστού! . . . — Μη φοβείσαι τίποτε, τω είπεν. Ο Απόστολος με διέταξε να σε προπέμψω έως την θύραν. Ο Χίλων ανεσήκωσε την κεφαλήν. «Τι λέγεις; Πώς; Δεν θα με φονεύσης;» — Όχι· δεν θα σε φονεύσω, και αν σε έπιασα πολύ βιαίως και σου έβλαψα τα κόκκαλα, συγχώρησέ με!

Το τόσον κάλλος εκείνο, η δροσερά υγεία και ευώδης χαρμονή, συνεπτύχθησαν σπαρακτικώς και απωλέσθησαν μέσα εις ένα σακκί κόκκαλα. Το μέγαρον εθρήνει και αυτό την σκληράν χηρείαν.

Ως πότε θα συλλογιέται ο ταπεινωμένος αυτός λαός το τιποτένιο του το εγώ, σα να μην είνε στημένος σε μαρτύρων αμέτρητα κόκκαλα; Ως πότε το κάθε παιδί του θα κατρακυλάη μαζί με τα θολωμένα νερά που τον πλημμυρίζουν; Ανασήκωσε το κεφάλι σου και δες γύρω σου τους μισοπνιγμένους, κι άπλωσε χέρι να τους γλυτώσης. Λησμόνησε το εγώ σου, και θυμήσου τα βασανισμένα ταδέρφια σου.

Εις την ερημωθείσαν φωλεάν του ευρέθη ολόκληρον μουσείον από τεράστια κόκκαλα θαλασσίων όφεων, φωκών, καρχαριών και άλλων εναλίων θηρίων, τα οποία είχε ξεφαντώσει κατά καιρούς ο μέγας και κραταιός όρνις των θαλασσών, με το γρυπόν ράμφος του το κυανωπόν, και με το τεφρόν μεγαλοπρεπές πτέρωμα.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν