United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόν αυτά απ' ανεγνωμιά τους, Παιδιακήσια ακεφαλιά τους, Με τη μάνα τους γελούσαν, Της ορμήνιαις δεν ψηφούσαν. Ήταν ώρα που το χιόνι Των βουνών, κι' ο πάγος λιόνει· Ροβολάν μ' ορμή, αβγατίζουν, Και τα κάτω πλημμυρίζουν. Το ποτάμι φουσκομένο, Κατηβάζει αφρισμένο. Τα νερά του τόσο υψόνει, Που τους κάμπους θαλασσόνει.

Χωρίς ναλλάξουμε λέξη, γεμάτοι από την παράξενη διάθεση, που κυρίευε και τους δυο μας και που φαινότανε πως μεγαλώνει με κάθε νέα τοποθεσία που μας ανοιγότανε, καθόμαστε χεροπιασμένοι κι αφίναμε να μας πλημμυρίζουν οι ανάμνησες, ξέροντας καλά πως ο ένας γνώριζε ό,τι συλλογιζόταν ο άλλος.

Προφέρεις μόνον την δροσεράν λέξιν και αύραι μυρίζουσαι ως τα κρίνα, του πόντου τα μυροβόλα φύκη πλημμυρίζουν την καρδίαν σου. Με τα πανιά! Πτερωτός, μυθικός δαίμων, σε αφαρπάζει, ως επί νεφελών, ίνα σε μεταγάγη εις τον δροσερόν των κυμάτων κόσμον, όπου η φύσις ολόγυμνος κολυμβά, αφρός εν αφρώ.

Με παρόμια αγάπης φροντίδα Τα μικρά του Ψαράκια μια ημέρα, Σέροντάς τα κοντά του το ψάρι Σα φιλόστοργη μάνα ορμηνεύει. Μον αυτά απ' ανήλικη γνώμη, Και παιδιά χωρίς πράξη καθόλου, Φρονιμάδας και γνώσης τα δίκεα Δεν ψηφάν· και σε γέλιο τα παίρουν. Ήταν τότε, που χιόνια και πάγοι Στα βουνά αναλάν και στης ράχαις. Πυκνωτά ροβολάν οχ τα ύψη, Και τα κάτω παντού πλημμυρίζουν.

Τότε βεβαίως θα είναι μεγάλη έλλειψις της πολιτείας, αι γυναίκες να είναι τόσον αισχρώς αναθρεμμέναι, ώστε ούτε ως όρνεα πολεμούσαι διά τα τέκνα των εναντίον οποιουδήποτε ισχυροτάτου ζώου να μη είναι πρόθυμοι να αποθνήσκουν και να υφίστανται όλους τους κινδύνους, αλλά αμέσως να τρέχουν εις τα ιερά και να πλημμυρίζουν και βωμούς και ναούς και να αποκτήσουν φήμην διά το γένος των ανθρώπων, ότι εκ φύσεως είναι το δειλότερον από όλα τα ζώα.

Ως πότε θα συλλογιέται ο ταπεινωμένος αυτός λαός το τιποτένιο του το εγώ, σα να μην είνε στημένος σε μαρτύρων αμέτρητα κόκκαλα; Ως πότε το κάθε παιδί του θα κατρακυλάη μαζί με τα θολωμένα νερά που τον πλημμυρίζουν; Ανασήκωσε το κεφάλι σου και δες γύρω σου τους μισοπνιγμένους, κι άπλωσε χέρι να τους γλυτώσης. Λησμόνησε το εγώ σου, και θυμήσου τα βασανισμένα ταδέρφια σου.