United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα τ' Άρη φοβερή δουλιά τους έκοψε τη φόρα· τι μόλις έφεξε τη γης ο φωτοδότης ήλιος 735 ορμούμε, Δία κι' Αθηνά περικαλώντας όλοι. Τότες στα χέρια οι Επειγοί σαν ήρθαν κι' οι Πυλιώτες, εγώ άντρα πρώτος σκότωσα και πήρα τ' άλογά του, το Μόλιο τον κονταριστή, πούταν γαμπρός τ' Αβγεία κι' είχε την πρώτη κόρη του, την καστανιά Αγαμήδη, 740 π' όσα η πλατιά φυτρώνει γης βοτάνια, τάξερ' όλα.

Εγώ έτσι το συνηθίζω. Άκουσα μάλιστα πως τα παιδιά στο σκολειό μιλούν κάθε τόσο για ονόματα πρώτης, δέφτερης ή τρίτης κλίσης · βλέπω και κάμνουν ίσια ίσια εκείνο που μου έλεγες μια φορά· ταίριαξαν τη λέξη με τη γραμματική του λαού. Φυσικό είταν να γίνη το πράμα· έτσι βγαίνει κι ο τύπος ορθός.

Να ιστορία μια φορά· η καλλίτερη απ' ούλες, είπεν εκείνος. Μου εκεντήθηκε η περιέργεια και τον επαρακάλεσα να μου πη όσα ήξερε. — Δεν έτυχε ν' ακούσης για τη Δεκοχτούρ', αφεντικό; Δεκοχτώ, μαθές, την αγαπήσανε και κανένα δεν επήρενε. Και σιγά σιγά, με δικά του λόγια και με δικές του παρατήρησες, μου εδιηγήθηκε τη γνωστή ιστορία της Σμαραγδούλας. Και αφού εστάθηκε λίγο, είπεν ακόμα.

ΑΜΛΕΤΟΣ Είσαι πλησιέστερος εις την Θείαν Χάριν· διότι όποιος τον γνωρίζει κολάζεται· έχει πολλά χωράφια και καρπο- φόρα· αρκεί ένα ζώο να εξουσιάζη ζώα, και το παχνί του έχει θέσιν εις τα βασιλικό τραπέζι. Είναι μία καρακάξα· αλλά, καθώς είπα, μέγας ιδιοκτήτης κοπριάς. ΟΣΡΙΚΟΣ Χαριτωμένε μου Κύριε, αν η Υψηλότης σου ευκαι- ρούσε, ήθελε της ανακοινώσω κάτι από μέρος της Μεγα- λειότητός του.

Λοιπόν κύριε Αριστόδημε· το χέρι σας; για τελευταία φορά· του είπε ο Περαχώρας, μπαίνοντας στο γραφείο με το καπέλλο στο χέρι. — Και σας ευχαριστούμε για την τόση σας φιλοξενία! επρόσθεσε ο Γκενεβέξος από πίσω του. — Ω κύριοι· εψιθύρισε ο Αριστόδημος, σκύβοντας ταπεινότατα το κεφάλι του. Λυπούμαι πολύ που χάνω την πολύτιμη συντροφιά σας.

Είπε, μα του Διός του νου δεν πείθει αφτά λαλώντας, γιατί η καρδιά τον Έχτορα του ζήταε να δοξάσει. 174 Τότες εκεί το Δάμασο ο άξιος Πολυποίτης 182 μέσα απ' το χαλκομάγουλο τον ακοντίζει κράνος· και δεν αμπόδισε ο χαλκός, μον πέρα ως πέρα ο στόκος με την ορμή του ξέσκισε το κόκκαλα, και λιώμα 185 μέσα όλος τούγινε ο μιαλός και τούκοψε τη φόρα· κατόπι και τον Όρμενο ξαρμάτωσε και Πύλο.

Ποδοχαλή, φωνές, σούσουρο, σφυριξιές, κακό. Χλαλοή μεγάλη, ανυπομόνια ακράτητη. Πότε να βγη, και πότε να ξεκινήση. Να την ιδούν για πρώτη φορά· να την καμαρώσουν, που μόνο ακουστά είχαν για τέτια πράματα, τα χωριατόπουλα. Όσο αργούσε να φανή να βγη, τόσο άφξαινε και δεν εκρατιώταν η στενοχώρια τους. Ετάραζαν την απαλή σιγαλεριά της νύχτας οι αγριοφωνές τους.