Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Η μητέρα μου ήτανε ακόμη αρκετά όμορφη: οι κυρίες της τιμής, οι καμαριέρες μας είχαν περισσότερα θέλγητρα απ' όσα μπορεί κανείς να βρη σ' όλη την Αφρική: όσο για μένα ήμουνα θαμπωτική, ήμουνα η ίδια ομορφιά, η ίδια χάρη κ' ήμουνα κορίτσι. Δεν έμεινα για πολύ. Αυτό το άνθος, που ήτανε φυλαγμένο για τον ωραίο πρίγκιπα της Μάσσα-Καρράρας, μου πάρθηκε από τον κουρσάρο καπετάνιο.

Εσήκωσα και το φέσι μου κομμάτι παραπάνωεσυνήθιζεν ο καπετάν Κωνσταντής να το φορή πάντοτε μέχρι των ώτων και των οφθαλμών. — Να σου πω, καπετάνιο μου, απαντά ο φύλακας. Καλό είναι για σε το φέσι σου, αλλά για το λιμενάρχη δεν είνε διόλου καλό. Εκτός αν θέλης να παρουσιασθής για καρβουνιάρης. Και εξεκαρδίζετο από τα γέλοια διηγούμενος το επεισόδιον τούτο ο καπετάν Κωνσταντής.

Μάγια από 'δω, μάγια από κει. Φοβερόν πράγμα! Εμάγεψα, λέγει, το παιδί μου, εγώ . . . — Είνε πειρασμοί, καπετάνιο μου! Διώχνε τους. — Εγώ τους διώχνω, αλλ' αυτοί έρχονται πάλιν. — Καταδίωξέ τους!

Και σαλτάρησε στον άμμο. Η βάρκα είχε ζυγώσει. Έτρεξαν κ' οι άλλοι από πίσω. — Καλώς ωρίσατε! Τι τρέχει μαθές! — Τον καπετάνιο έχουμε ανήμπορο... ακούστηκε μια φωνή από τη βάρκα. — Βαρειά; ρώτησε πάλι ο Μελιγκόνης. — Δεν είνε τίποτα! αποκρίθηκε μασσημένα μια φωνή από τη βάρκα. Μη σκιάζεσθε. Κρύωσε και πιάστηκαν τα πόδια του μαθές. Ο Μελιγκόνης ησύχασε. — Δόξα νάχη ο Θεός! Περαστικά ας είνε.

Διά τούτο, όταν ανεγνώσθη η τελευταία προκήρυξις του επάρχου περί της οριστικής πλέον δημοπρασίας, ήτις θα εγίνετο εν Σκοπέλω τη 26 Δεκεμβρίου ημέρα Κυριακή, ο καπετάν-Παρμάκης εγέλασε. Και εγέλασε, διότι δεν ηπατήθη εις τους υπολογισμούς του. — Μωρέ τι έκαμες, καπετάνιο μου, θα σ' τα φορτώση! Επανελάμβανεν ο Γιωργής της Θασίτσας, φοβισμένος. — Έννοια σου Γιωργή μου, έννοια σου, παιδί μου!

Πολλοί ολίγοι το ξεύρουν αυτά το μυστήριον. Θα ανοίξη σήμερα να έβγη το μπακαλόπουλο που μένει κλεισμένο κάτω, να ψωνίση λάδι για τα καντήλια της Εκκλησίας που είνε κάτω εις τα υπόγεια με ατελείωτον την λειτουργίαν της, ένα φρικαστικόν πράγμα, καπετάνιο μου, οπού φαίνεται σαν μαρμαρωμένη ζωγραφιά, ακίνητος, ανάγλυπτος. Εγώ απόμεινα χάσκων από το θάμβος.

Βίρα, παιδιά, διέταξε μετ' ενθουσιασμού ο καπετάν-Γιάννης, ιδών τα καλά του καιρού προμηνύματα. Πάραυτα οι ναύται ευρέθησαν εις τας θέσεις των. — Να ξεμουδιάσουμε λιγάκι, παιδιά! προσέθηκεν αμέσως. — Αλέστα! εφώναξε με την κομμένην μύτην του ο κοντός ο Καπότας, πεθαίνων για το τιμόνι, «να κάμνη τον καπετάνιο».

Και υπάρχει αληθινά, και κοιμάται, καθώς γράφουν τα βιβλία μας; — Μάλιστα, παπά μου. Είχα γνωρίσει ένα Ιμάμην που εις το κρυφόν ήτο Χριστιανός. Είνε πολλοί τέτοιοι εις την Πόλιν. Μου λέγει λοιπόν ο φίλος μου ένα μέγα Σάββατον. — Σήμερα, καπετάνιο μου, θα ανοίξη η πόρτα της Αγίας Σοφίας, οπόθεν καταβαίνει κανείς εις τα υπόγεια. Όλον τον άλλον χρόνον είνε κλειστή η πόρτα αυτή.

Πήρε απάνω του λίγο, του φάνηκε πως ο Άγιος τούρριξε μία ματιά πονετική, σαν να τούλεγε: — Μη φοβάσαι, παιδί μου! Εγώ είμαι εδώ... Έκανε πάλι το Σταυρό του. — Ευχαριστώ, καπετάνιο! είπε μέσα του. Τράβηξε κατά το Ιερό. Στάθηκε μπροστά στην Αγία Τράπεζα, προσκύνησε, είπε κάποια λόγια μέσ' απ' τα χείλια του και σήκωσε τα Άγια Μυστήρια, ψηλά στο κούτελο. Τα χέρια του τρέμανε.

Την άλλη μέρα η σοροκάδα έγινε με τα όλα της φωτιά. Ένα μπάρκο και μια γολέττα Γαλαξειδιώτικη, που τους ακολουθούσαν, τούδωκαν στα πρίμα, πόδισαν. Ο λοστρόμος άρχισε να τα χρειάζεται. — Καπετάνιο, η γολέττα και το μπάρκο, πρωτοτάξιδο μπάρκο! τούδωκαν, πάνε.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν