Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Επέσαμεν και οι δύω κατά γης και ήρχισα να γρονθοκοπώ, να λακτίζω και να δαγκάνω. Ο αντίπαλός μου εξαφνισθείς, αντί να μ' αποδώση τα ίσα, επροσπάθει πολύ μάλλον να σωθή από τας χείρας μου. Ουδέ τούτο όμως θα το κατώρθωνεν, αν δεν έτρεχαν οι μάρτυρες με πολύν κόπον να μας χωρίσουν».
Ο Μόρχολτ!» Αλλά καθώς μεγάλωνε, πλησιάζοντας, η βάρκα, και καθώς ξαφνικά την εσήκωσε στην κορυφή του ένα κύμα, φάνηκε ένας ιππότης που στεκότανε όρθιος στην πλώρη. Δυο σπαθιά κρατούσε στα χέρια. Ήτανε ο Τριστάνος. Αμέσως είκοσι βάρκες πέταξαν να τον συναντήσουν, και τ' αγόρια έτρεχαν κατ' απάνω του κολυμπώντας.
Οι άντρες και με τα μάτια και με τα χέρια και με τα λόγια έδειχναν τον τρανό θαυμασμό τους για τα έργατα των παπούδων τους, και κάποτε κάποτε δε λησμονούσαν να ρίχνουν βαριά κατάρα και φοβερό ανάθεμα σ' εκείνους τους άθεους που τα χάλασαν και τα ξεχώνιασαν. Κ' έτρεχαν όλοι μαζί από πόρτα σε πόρτα κι από προμαχώνα σε προμαχώνα.
Κι αφτοί γοργοί κι ακούραστοι, φτερωτοί κι ολόχαροι έτρεχαν ολοένα. Εμάχονταν οι φοβεροί αρματωλοί, κ' εχτυπιώνταν με τις φοβερές τους μπάλες αναμεταξύ τους, με φωνές και σφυριξιές κι αλαλητόν και τάραχο μεγάλο, οι τρανοί οι ήρωες, που ετίκλωναν τον κούφιον και βουβόν αγέρα της πηχτής χιονιάς.
Τα σύννεφα έτρεχαν επάνω στους βράχους και οι θάμνοι και τα δέντρα λύγιζαν από τον άνεμο, τρελά από την επιθυμία να ξεκολλήσουν από τη γη και να τ’ ακολουθήσουν. Βροντούσε ακόμα και όλα είχαν ένα μεγαλείο αναταραχής και αγωνίας. Ο Έφις αισθανόταν να τον παίρνει η δίνη σαν να ήταν ξερό φύλλο. Στάθηκαν πλάι σ’ έναν από τους σταυρούς που σημαδεύουν το δρόμο.
Πίσω, στο ένα πλάγι, διέκρινα χρυσοσέλωτο το άσπρο άτι, που επήγαν για τον Δεσπότη· μα όσο και αν εκόντευε, Δεσπότης δεν εφαίνετο επάνω του. Βγα! είπα με τον νου μου, και άρχισα να πλησιάζω ανήσυχη και βιαστική. — Φεύγα, κυρά! εφώναξε τότε έν' από τα παιδιά, που έτρεχαν εμπρός εμπρός με τα γιορτερά τους. Φεύγα πίσω, γιατ' έρχεται τ' ασκέρι! Ακούς έκοψαν τον σιδερόδρομο και μας πήραν τον Δεσπότη!
Οι χωριανοί κ' οι χωριατοπούλες έτρεχαν λαμπροφορεμένοι στο χαρμόσυνο το κράξιμο, κι όλο το χωριδάκι εφώταε από τα πασκαλιάτικα τα φωτερά. Εξημέρωνε, — βοήθεια μας! — Μεγάλη Λαμπρή και το αγνό το χωριδάκι εσήκωνε Μεγάλη Ανάσταση.
Μέσα στη μανία εκείνη του όχλου, που λες και θεριά ξελύθηκαν κ' έτρεχαν από παντού, όχι μια, παρά τρεις πυρκαγιές άναψαν τότες στη Νικομήδεια. Φώναζε ο Γαλέριος πως οι Χριστιανοί τις έβαλαν, αποκρίνουνταν οι Χριστιανοί πως ο Γαλάριος έφταιγε.
Ένα με το άλλο τα στηρίγματα έφευγαν από τη σκάρα και το μπρίκι άρχισε να ταλαντεύεται μουδιασμένο θαρρείς από την τόση ακινησία, άτολμο ακόμη στο νέο του στάδιο. Τα παιδιά που είχαν ανεβή απάνω του έτρεχαν από πρύμη σε πλώρη, από πλευρό σε πλευρό μαζί όλα, με τον κουφό θόρυβο κοπαδιού προβάτων. — Γιούργια! έκραξε μια στιγμή ο πρωτομάστορης.
Και οι ώρες και οι μέρες περνούσαν και ο Έφις μέσα στις παραισθήσεις του ονειρευόταν ότι περπατούσε, περπατούσε με τους τυφλούς μέσα από τις κοιλάδες και τα βοσκοτόπια του οροπεδίου, και ονειρευόταν τα πανηγύρια, τα χρήματα που έπεφταν μπροστά του, τις φιλάνθρωπες γυναίκες, τα όμορφα παλικάρια επάνω στα ατίθασα άλογα που έτρεχαν στην πλαγιά του Βουνού και που από μακριά του έριχναν νομίσματα και προσβολές.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν