United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να έλθη η συνοδεία μου! — Εσύ, ξεντροπιασμένη, δεν θα σου δώσω πείραξιν. Μου μένει κι’ άλλη κόρη! ΓΟΝΕΡ. Μου δέρνεις τους ανθρώπους μου, ενώ τα σκύβαλά σου τους ανωτέρους των εδώ τους θεωρούν’σαν δούλους! ΛΗΡ Αλλοίμονον, εάν αργά κανείς μετανοήση, Προς τον δούκα. Α ήλθες συ! Τα συγχωρείς εσύ αυτά; Ομίλει!

Κι’ αν ίσως είσαι μάγισσα και μάγου θυγατέρα Και μαγειρεύεις τες οχιές και τες μονομερίδες.... Αν καταιβάζης πο ψηλά τη νύχτα το φεγγάρι Και το χτυπάς, σαν άργανο, το δέρνεις, σαν παιδάκι... Αν βρίσκωνται στη διάτα σου αμέτρητοι διαβόλοι, Δαιμόνοι και ισκιώματα και κατσιποδιαραίοι, Και βάνεις τους, σα δούλους σου, σαν υποταχτικούς σου, Κι’ αναμοχλεύουν τη βουνά και ξερριζόνουν δέντρα, Και κάνουνε τη τρίσβαθη τη θάλασσα άνω-κάτω.... Αν ρίχνης στ’ άστρα και μπορείς να μάθης ό, τι θέλεις.

Την αυτήν εσπέραν ο Πρωτόγυφτος και ο συνοδοιπόρος του επανήλθον εκ της εκδρομής των. Η Γύφτισσα ετόλμησε να ερωτήση τον σύζυγόν της πού είχε μεταβή και διατί δεν ανήγγειλε προς αυτήν ουδέν περί της απουσίας του. Ο Πρωτόγυφτος ήρπασε την πρώτην πυράγραν, ην εύρε προχειροτέραν, και τη κατέφερε πληγάς. Ο Βούγκος σπεύσας εκράτησε την χείρα του πατρός του. — Διατί την δέρνεις, πατέρα; είπε.