United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μωρέ ναύτες που τους διάλεξα! εμουρμούριζεν εκείνος· ένας κ' ένας· Να χαθούν δε βρίσκονται σ' όλη τη γη!... Αμ δεν πάτε, καϋμένοι μου να φορέσετε φουστάνια! — Μα τι θες να κάνουμε; του λέγει ο Κράπας. — Τι να κάνετε; να παλαίψετε, μωρέ· να παλαίψετε! Σ' άρπαξε από τα πόδια ο Χάρος; πιάσε τον από το λαιμό... Θα σε πάρηνα σε πάρη παληκαρίσα. Όχι να σταυρώσης τα χέρια και να παραδοθής!

Κι' αν γεννιώνταν, ποιος θα να μας το φανέρωνε; Στον συγνεφιασμένον μας ουρανό δεν θα νάτουν βολετό να 'δούμε ποτέ τ' αστέρι που τώδειξε μια φορά στους Μάγους. Τα σήμαντρα δεν θα μας το διαλαλούσαν, κι' οι κράχτες δεν θα μας το φώναζαν. Η εκκλησιές μας ήταν κλειστές και στα 'κονίσματα των σπιτιών μας ετοιμαζόμασταν για να πούμε την δέησή μας. «Κλάψτε, μωρέ καϋμένοι Χριστιανοί

Περνώ εγώ από κει και βλέπω ότι είνε μεγάλη ανάγκη. Δεν υπάρχει κανένα καφενείον σ' εκείνη την γειτονιά, και αναγκάζονται οι νοικοκυραίοι να φεύγουν εις τα μακρυνά, εις τα Χαυτεία, και φωνάζουν οι γυναίκες τους γιατί τους αλλαργεύουν πολύ οι άνδρες του και έχουν καρδιοχτύπι την νύκτα μεγάλο, μη πάθουν τίποτε οι καϋμένοι...

Έμπα μέσα, μου λέει, παιδί μου, να μην παγώσης αυτού, και Χριστούγεννα δεν έρχονται για εμάς φέτο. Κι' εγώ μπαίνοντας στον οντά εμουρμούρισα θλιβερά: — Κλάψτε, μωρέ καϋμένοι Χριστιανοί! Κι' έννοιωσα να νοτίζη δάκρυ τα ματόφυλλά μου. Εξημέρωσεν. Η δέηση έγεινε μπροστά στα 'κονίσματα των σπιτιών μας.

Αλλ' από της θυρίδος εκείνης, πλην του δροσερού αέρος, εισέβαλεν απρόσκλητος ξένος και η φαιδρά αντήχησις του μπουζουκιού του κυρ Δημήτρη. — Νά τα! είπεν ο χρηματιστής, εξακολουθών την ανάγνωσιν του· άρχισαν πάλιν οι αντικρυνοί μας τα συνειθισμένα. Ξεύρεις, Ερμιόνη, ότι κατήντησεν ανυπόφορος αυτός ο κυρ Δημήτρης με το κοπάδι του; — Διατί οι καϋμένοι; ηρώτησε μετ' αγαθότητος η κυρία.