Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Αχ, εκείνο το «Γιαννούλα μ', Γιαννούλα μ'», που άκουσα ύστερ' από κείνη την πιστολιά! Ποτές δεν θα την ξεχάσω την πικρή και κλαμμένη φωνή του Γιωργάκη μου. Ο καημένος πρέπει νάτρεξε κ' ήρθε στο καλύβι δίχως ν' ανταμώση το γέρο, και γύριζε μοναχός του. Δεν μπόρεσε λόγο να ξαναπή. Εγώ πια τώρα ξύπνησα και κατάλαβα τι μαύρη συφορά μου κατέβηκε, έτσι άξαφνα σαν τ' αστροπελέκι.

Αλλά την στιγμήν εκείνην την διέκοψαν ξηρά πατήματα εγγύς, τακ- τακ, ως κτυπά θλιβερώς παράθυρον την νύκτα, κινούμενον υπό του ανέμου κανονικώς: τακ-τακ. Εστράφη και είδεν η Αρφανούλα τον θείον της, τον μπάρμπα Σταυρή: — Καλά που ήλθες! Τώρα κατάλαβα πως μας αγαπάς.

Πρέπει να τους πιάσω, για να της δείξω πως με γελά. Έτσι να γλυτώσω κι απ' αφτή την καταχνιά. Ναι! Κατάλαβα τώρα. Ησυχάζω. Ώρες καρτερώ, προσμένω να το μάθω. Και δεν έχω πάλε δίκιο; Ποιος λέει πως δεν έχω δίκιο; Τον είδα, με τα μάτια μου τον είδα. Μόλις τρεις μέρες ύστερις από κείνα που της είπα!

Πεντακόσια τάλλαρα, . . . μεγάλο πράγμα! Η κυρά Δημήτραινα ενόμισεν ότι παρήκουσε. — Με τα σωστά σου είσαι; είπεν έκπληκτος. — Αι! κατάλαβα πως έχεις πάλι όρεξι για καυγά. . . . Δος μου το φέσι μου. — Έτσι γεια σου! Και ο Δημήτρης εξήλθεν εις την οδόν. — 'Σ το καλό! εφώνησεν η σύζυγός του, και κλείσασα την θύραν εισήλθεν εις τον οίκον της.

Ο ιατρός, που είναι λίαν δογματικόν νευρόσπαστον, που ενώ ομιλεί διορθώνει τα μανικέτια του και απαύστως επιδεικνύει το στήθος του υποκαμίσου του, ηύρε τούτο ανάξιον φρονίμου ανθρώπου· το κατάλαβα από τα πειράγματά του. Αλλά δεν εταράχθηκα διόλου· τον άφησα να πραγματεύεται σπουδαία πράγματα, και εξανάκτισα τα χάρτινα σπιτάκια των παιδιών που είχαν χαλάσει.

Ρίχτηκαν τα σκυλλιά απάνω στον ανεμοστρόβιλο, κι’ είδα ένα χορό γυναίκες πανέμορφες, μ’ ένα σιντόνι η καθεμιά ζωσμένη, που τρύπωσαν μέσα στο λόγγο, χορεύοντας και φεύγοντας με τα φύλλα, σαν αστραπή. Έχασα τα λογικά μου. Δεν είξερα πού είμουν. Και όταν ήρθα στον εαυτό μου, ύστερα από μήνες, κατάλαβα ότι βρισκόμουν στο μαναστήρι. Το πάθημα του Σιάνου είνε γνωστότατο σ’ όλη την επαρχία.

Όμως θυμάμαι που άρχιζε μ' ένα α ν τ ά ν τ ε σπαραχτικό, που σούπιανε την καρδιά. Έλεγες, ακούοντάς το, πως είχες μέσα σου, μωρέ μάτια μου, κάτι τι που γύρευε να ξεσπάση. Κ' ύστερα, στο τέλος, ένα α λ έ γ κ ρ ο ξαφνικό, ένα τ ρ ι ο μ φ ά λ ε, ένα φ ι ν ά λ ε μοναδικό. Το φέρνεις στο νου σου; ΦΛΕΡΗΣ — Α! κατάλαβα.

Και το λυπούμαι πολύ, γιατί τόσο έρωτα πάλε νάχη μέσα του κανείς για τη δημοτική και τόσο να πολεμά εκείνους που τη γράφουνε, μου έρχεται σαν κάπως δυσκολοπίστεφτο. Ως τώρα κατάλαβα πως σαν είναι δυο που αγαπούνε κατάκαρδα την ίδια ιδέα, στο τέλος αγαπιούνται κι αφτοί, τουλάχιστο δε μαλλώνουν. Εμάς, ο κ Σωτηριάδης μας κάνει πια σκουπίδια. Πολύ πιο έφκολα μπορεί τότε και χτυπά τους δημοτικούς.

«Αμέτρητη χαρά πλημμυρούσε την καρδιά μου, επειδή ξανάβλεπα τη γη των παππούδων μου, τη γη που είδα για πρώτη φορά το γλυκό φως του ήλιου, και κατάλαβα για πρώτη φορά τον εαυτό μου άνθρωπο.

Δόξα θα πη να σε ξεύρουν όχι μόνον οι ζωντανοί αλλά και... — Οι πεθαμένοι, είπεν ο Γύφτος· πώς γίνεται αυτό; — Με συγχωράς, δεν το είπα καλά. Άλλο ήθελα να πω. Ήθελα να πω να σε ξεύρουν όχι μόνον όταν είσαι ζωντανός, αλλά και όταν θα είσαι αποθαμένος. — Α! είπεν ο Γύφτος. Κατάλαβα.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν