United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Περιέπεσα εις νέαν περίοδον τελείας αναισθησίας, ήτις όμως υπήρξε βραχυτάτη. Διότι κατά την επάνοδόν μου εις την ζωήν δεν αντελήφθην μίαν αισθητήν κάθοδον του εκκρεμούς. Πιθανόν όμως να υπήρξε πολύ μακρά η περίοδος αύτη, διότι ουδόλως πλέον αμφέβαλλον ότι κατά την αγωνίαν μου αυτήν παρίσταντο δαίμονες, οίτινες αναληφθέντες της λιποθυμίας μου διέκοψαν επί τινας στιγμάς την κάθοδον του εκκρεμούς.

Η δε πόλις είναι τόσον μεγάλη ώστε, κατά την διήγησιν αυτών τούτων των Βαβυλωνίων, οι μεν εις τα άκρα είχον ήδη περικυκλωθή, οι δε εις το κέντρον κατοικούντες δεν ήξευρον ακόμη τίποτε. Ήτο ημέρα εορτής· οι μεν εχόρευον, οι δε διεσκέδαζον, και δεν διέκοψαν τας διασκεδάσεις των ειμή όταν έμαθον την αλήθειαν. Και η μεν Βαβυλών ούτω τότε πρώτον εκυριεύθη.

Μπε! μπε! διέκοψαν γλυκύτατα τα δύο αιγίδια, τα οποία εγερθέντα πλέον ετάνυον τους πόδας των καμπουρώνοντα εγγύς της πυράς, ως να ήθελον να μεγαλώσουν αμέσως. — Σωπάτε, σωπάτε, τα εθώπευσεν ο παις και επανέλαβε την διήγησίν του: — Δύο άνθρωποι εβγήκαν έξω, εγώ εχώθηκαένα σχοίνο. — Παιδί, παιδί μου φωνάζουν. Μη φοβάσαι. Εγώ έκανα πως δεν ακούω. Παιδί! Νά! Και μου δείχνανε το τάλλαρο.

Αλλά την στιγμήν εκείνην την διέκοψαν ξηρά πατήματα εγγύς, τακ- τακ, ως κτυπά θλιβερώς παράθυρον την νύκτα, κινούμενον υπό του ανέμου κανονικώς: τακ-τακ. Εστράφη και είδεν η Αρφανούλα τον θείον της, τον μπάρμπα Σταυρή: — Καλά που ήλθες! Τώρα κατάλαβα πως μας αγαπάς.

Την ροήν των αναμνήσεων διέκοψαν αι παρακλήσεις της ξενοδόχου όπως δυσωπήσωμεν δι' οιουδήποτε τρόπου το ζεύγος Βερτολόττη, το ετοιμαζόμενον ήδη ν' απέλθη εις το αντικρύ αντίζηλον ξενοδοχείον της Ανατολής.

Δος μου την υπόσχεσιν να μη μ' ερωτήσης πλέον, τις είμαι, μήτε να προσπαθήσης καν να το μάθης μόνη σου. Την υπόσχεσιν αυτήν σου ζητώ χάριν της αγάπης μας, χάριν σου της ιδίας, χάριν της ευτυχίας και των δύο μας. Εις τους λόγους τούτους τους γλυκείς, τους οποίους πολλάκις διέκοψαν γλυκύτερα αυτών φιλήματα, δεν κατώρθωσε να αντιστή, η νεαρά νύμφη.

Όταν οι Έλληνες επλησίασαν εις το χωρίον τούτο, οι Τούρκοι ειδοποιηθέντες από τους κατοίκους, έβγαινον από τας οικίας και έφευγον προς Ναύπακτον. Οι Έλληνες εφορμήσαντες κατ' αυτών τους διέκοψαν εις δύω και μέρος μεν το μεγαλήτερον διέφυγεν εις Ναύπακτον, μερικοί δε έως είκοσι αναγκασθέντες να οπισθοδρομήσωσιν, εκλείσθησαν εις δύο οικίας.

Οι Πλαταιείς ιδόντες το σχέδιόν των διαλυόμενον την μεν εργασίαν διέκοψαν, ανοίξαντες δε υπόνομον εκ της πόλεως μέχρις υποκάτωθεν του προχώματος κατ' εικασίαν ήρχισαν πάλιν να σύρουν προς εαυτούς το χώμα.

Ο τόπος εφαίνετο έρημος και μόνον δύο ή τρεις γυναίκες πλύνουσαι οθόνια εντός κήπου, διέκοψαν απορούσαι το έργον και εκύτταζον μηδέν εννοούσαι. Είς δε μέγας μανδρόσκυλος και έτερος σκύλαξ νεογνός ήρχισαν να υλακτώσι και ερρίφθησαν κατά του Βράγγη. Τότε μία των πλυντριών έκραξε: Κλέπτης!

Αλλά το αίσθημα της αυτοσυντηρήσεως είναι ανώτερον του ελέους, ο δε φόβος εξεγείρει εις του αμαθούς την καρδίαν του θηρίου τας ορμάς... Εκεί μας διέκοψαν αι Κυρίαι. Η εσπερινή δρόσος τας εδίωξεν από τον εξώστην. — Ακόμη εις τα σκοτεινά κάθησθε, ανέκραξεν η αδελφή μου. Ο Παππά- Σεραφείμ θα σας λέγη κανέν νόστιμον παραμύθι. Δεν μας το λέγετε και ημάς, να διασκεδάσωμεν;