United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο φερωνύμως κατάλληλον διά ν' ανακουφίζη τας λύπας, τους καϋμούς και τα βάσανα του κόσμου τούτου. Η γραία Αρετή απέθανε, και ο γυιός της ο Αλύπας την έθαψε «με τα χεράκιά του», ως ιερεύς και ως υιός, όπως αυτή ηυχήθη.

Ο άλλος είναι ένα παιδί με σγουρά κατάξανθα μαλλιά. Ο γέρος λέει στο παιδί: — Κάτω απ' αυτό το μάρμαρο κοιμάται ο φιλόσοφος που είδε το θαύμα. Το παιδί χαϊδεύει τα λευκό μάρμαρο με τα παχουλά χεράκια του. Ο γέρος ανιστορεί το παραμύθι του φιλοσόφου. Μέσα στον ψηλό πύργο καθότανε ένας γέρος φιλόσοφος. Ο γέρος φιλόσοφος κοιμάται τώρα κάτω απ' το λευκό μάρμαρο. Κι' ο πύργος από τότε έμεινε έρημος.

Αλλά και η ίδια η Μαργή δεν θα εδέχετο να την ενοχλήση εκ νέου και ήτον καλή να του σπάση την κεφαλή με πέτρα. — Δεν πειράζει, είπεν ο Μανώλης μειδιών και κοκκινίζων συγχρόνως. Εγώ θέλω να μου τη σπάση. H πέτρες τση θάνε απαλές σαν και τα χεράκια τση. — Έλα στο νου σου, Μανώλη, του είπεν η Καλιώ προσπαθούσα να φανή αυστηρά, ενώ ενδομύχως δεν την δυσηρέστησεν η τόλμη του Μανώλη.

Εκέντρωσε μια μέλισσα τον έρωτα τον κλέφτη όταν της έκλεβε κερί μέσ' από την κυψέλη, κι όλα του τακροδάχτυλα τα βρήκε το κεντρί της. Κι αυτός πονούσε ο δύστυχος κ' εφύσαγε τα χέρια κ' εχτύπαγε τα πόδια του πηδώντας απ' τον πόνο· κ' έτρεξε στη μητέρα του την ώμορφη Αφροδίτη κ' έδειξε τα χεράκια του και της παραπονέθη πως είν' η μέλισσα μικρή κι όμως σκληρά πληγώνει.

Εκεί ήλθαν εις τον κήπον παιδάκια, και έρριπταν εις το νερόν ψωμί διά τους κύκνους. Το μικρότερον εφώναξε: Να, ένας άλλος κύκνος! Και τα άλλα παιδάκια εφώναξαν και εκείνα: Ήλθεν άλλος ένας κύκνος! Και εκτυπούσαν τα χεράκια των και εχόρευαν επάνω εις το χόρτον, και έτρεξαν να το ειπούν εις τον πατέρα των και εις την μητέρα των.

Ο φιλόσοφος δεν ξύπνησε από τότε. Στο μάρμαρο του έρημου τάφου κάθονται δυο ανθρώποι. Το παλιό κιτρινισμένο μάρμαρο μέσα στο φως του φεγγαριού φαίνεται κατάλευκο σα χιόνι. Κι' ο γέρος λέει στο παιδί: — Κάτω απ' αυτό το μάρμαρο κοιμάται ο φιλόσοφος που είδε το θαύμα. Το παιδί χαϊδεύει το λευκό μάρμαρο με τα παχουλά του χεράκια. Κι' ο γέρος ανιστορεί την ιστορία του φιλοσόφου.

Εις τον πρόδρομον έξ παιδιά από ένδεκα μέχρι δύο ετών περιεκύκλωναν μίαν δεσποινίδα ωραίας μορφής, μέσου αναστήματος, φέρουσαν απλούν λευκόν ένδυμα με τριανταφυλλί φιόγκους εις τον βραχίονα και επί του στήθους. — Εκρατούσε ένα μαύρο ψωμί, και έκοπτεν εις τα μικρά της αδελφάκια γύρω γύρω εις καθένα το κομμάτι του αναλόγως της ηλικίας του και ορέξεως, το έδιδεν εις καθένα με πολλήν γλυκύτητα και καθέν ανεφώνει αφελώς: Ευχαριστώ! ενώ είχε σηκωμένα ψηλά τα μικρά του χεράκια, πολύ πριν ακόμη κοπή το κομμάτι που ήταν προωρισμένο γι' αυτόν· και έπειτα ευχαριστημένον μ' αυτό το ψωμί, το οποίον απετέλει τον δείπνον του, ή έφευγε πηδών, ή σύμφωνα προς τον μάλλον ήσυχον χαρακτήρα του απήρχετο προς την θύραν της αυλής, διά να ίδη τους ξένους και την άμαξαν, διά της οποίας η Καρλόττα των έμελλε να αναχωρήση. — Σας ζητώ συγγνώμην, είπε, που σας έδωκα κόπον να αναβήτε, και αναγκάζω τας κυρίας να περιμένουν.

Τώρα θέλω να ζήσω να παντρέψω τη Μαριανθούλα μ', να τη νυφοστολίσω με τα χεράκια μ', να ιδώ κι' ένα-δυο δίγγονα, που λέει ο λόγος, κι' ύστερα ας παρουσιαστή ο άγγελος να του παραδώσω την παρακαταθήκη, που μου έβαλε ο Θεός. Και τι κατάλαβα, από τη ζωή, αν δε ζήσω τώρα;

Η Γκριζέντα ακούμπησε τον κουβά στο κάθισμα και έπεσε επάνω στο μωρό που της χαμογελούσε από το στρώμα κουνώντας τα ποδαράκια του στον αέρα και προσπαθώντας να τα πιάσει με βρώμικα χεράκια του. Του φίλησε τον ποπό, βυθίζοντας τα χείλη της στην τρυφερή σάρκα στα σημεία όπου οι αυλακιές σχημάτιζαν ροζ και βιολετί γραμμές.

Μόλις εγεννήθη εις το νομισματοκοπείον, κάτασπρη και υαλιστή, επήδησε και εφώναξε: «Ζήτω! πηγαίνω να ιδώ τον κόσμονΚαι ήρχισε τα ταξείδια της. Το παιδάκι την έπαιζεν εις τα τρυφερά και ζεστά χεράκια του· ο φυλάργυρος την έσφιγγεν εις την κρύαν του φούκταν, οι γέροντες την εστρεφογυρίζαν εις τα δάκτυλά των πριν την αποχωρισθούν, και οι νέοι την άφιναν απρόσεκτοι να γλιστρά και να τους φεύγη.