United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις τον πρόδρομον έξ παιδιά από ένδεκα μέχρι δύο ετών περιεκύκλωναν μίαν δεσποινίδα ωραίας μορφής, μέσου αναστήματος, φέρουσαν απλούν λευκόν ένδυμα με τριανταφυλλί φιόγκους εις τον βραχίονα και επί του στήθους. — Εκρατούσε ένα μαύρο ψωμί, και έκοπτεν εις τα μικρά της αδελφάκια γύρω γύρω εις καθένα το κομμάτι του αναλόγως της ηλικίας του και ορέξεως, το έδιδεν εις καθένα με πολλήν γλυκύτητα και καθέν ανεφώνει αφελώς: Ευχαριστώ! ενώ είχε σηκωμένα ψηλά τα μικρά του χεράκια, πολύ πριν ακόμη κοπή το κομμάτι που ήταν προωρισμένο γι' αυτόν· και έπειτα ευχαριστημένον μ' αυτό το ψωμί, το οποίον απετέλει τον δείπνον του, ή έφευγε πηδών, ή σύμφωνα προς τον μάλλον ήσυχον χαρακτήρα του απήρχετο προς την θύραν της αυλής, διά να ίδη τους ξένους και την άμαξαν, διά της οποίας η Καρλόττα των έμελλε να αναχωρήση. — Σας ζητώ συγγνώμην, είπε, που σας έδωκα κόπον να αναβήτε, και αναγκάζω τας κυρίας να περιμένουν.

Με το καλάθιον υπό τον αγκώνα της αριστεράς χειρός, ακολουθουμένη από τα δύο τελευταία τέκνα της, τον Δημητράκην οκτώ ετών, και την Κρινιώ εξαέτιδα, εξήρχετο εις τους αγρούς, ανέβαινεν εις τα όρη, διέτρεχε φάραγγας, κοιλάδας και ρεύματα, έψαχνε να εύρη τα βότανα, όσα αυτή εγνώριζετην αγριοχρομμύδα, την δροκοντιά, το τρίμερο και άλλ' ακόμητα έκοπτεν ή τα εξερρίζωνεν, εγέμιζε το καλάθιόν της, κ' επέστρεφε το βράδυ εις την οικίαν.

Μεγάλα, κάτασπρα και μαλακά μαλλιά έπιπταν κάτω· εις ολίγον έγιναν μία στοίβα μεγάλη. — Ω! εσυλλογίζετο η Φωτεινή· κανείς πλέον δεν θα κρυώνη εις το σπίτι· δι' όλους θα κάμη η μητέρα μου σκεπάσματα!.. Έκοπτεν, έκοπτεν· εστάθη όμως έπειτα και έβλεπε με απορίαν. — Αλλ' αυτά, αντί να ολιγοστεύουν επάνω εις το αρνί, όσο τα κόπτω γίνονται περισσότερα! Ούτε ένα κάρρο ούτε δύο, δεν θα τα χωρέσουν!

Έρριψεν αυτό κατά γης ο Χειμάρρας, εγονάτισεν επάνωθέν του και με χείλη αναπαλλόμενα, όψιν αγρίαν, χείρας τρεμούσας έκοπτεν έν έν τα κοσμήματα μετά μίσους, ως να είχεν άσπονδον εχθρόν υπό τους πόδας του και τον εμακελόκοπτε! — Να!. .να!. .να!. . ήρθρωνε παράφορος. Αλλ' αίφνης εστάθη. Ο θρηνώδης εκείνος ήχος, που ανέδιδε κοπτόμενον διά της ψαλίδος το μέταλλον, τον έφερεν εις εαυτόν.