United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άναβαν, έκαιαν, σπίθες ολόθερμης επιθυμίας επετούσαν τα μάτια τους. Γλαρά, φλογισμένα, γυαλιστερά ελαμποκοπούσαν στης ξυπνισμένης σάρκες την καφτερή τη λάβρα, στου ξαναμένου πόθου το πύρινο καμίνι. Οι λιμοκοντόροι ξετρελάθηκαν μαζί της. Τα γεροντοπαλήκαρα όλους στη λύσα ξαπερνούσαν. Μανιασμένοι γερόλυκοι! Έτρεμαν τα χείλια τους. Έτρεμαν τα χέρια τους. Έτρεμαν τα ποδάρια τους.

Τον έχει ξετρελλάνη τον πτωχόν η Μάρω, η παχουλή εκείνη με τα γλαρά μάτια, το ροδοκόκκινο πρόσωπον, τα καστανά μαλλιά και την γλυκείαν φωνήν βοσκοπούλα! τον έχει πεθάνη με τα καμώματά της! Έκτοτε εις καμμίαν γυναίκα δεν δίδει προσοχήν· μόνη γυναίκα εις τον κόσμον είνε η Μάρω του. . . Μόλις ήκουσε τας τελευταίας λέξεις του Γενάρη: — Μπα! είπε· δε δίνω ένα παρά εγώ.

Όλοι το διάβα σου είδανε να φεύγη σιγανό και να περνά με φόβο λες κάπου να μην αγγίση, σαν πλανημένο σύννεφο στο βραδινό ουρανό που αργογλιστρά τρεμάμενο μη, πριν αράξη, σβήση. Κι όλοι τα μάτια σου είδανε θλιμμένα και θολά, γλαρά άνθη που μαράθηκαν σ' ένα στεγνό ανθογυάλι, ν' ανοίγουν σα ν' αντίκρυζαν χαμένα και δειλά προς κάποιο πέρα μακρινό κι απόνειρο ακρογιάλι.

Κ' εξεχνιόταν κυτάζοντάς τον με τα μάτια γλαρά, με τέτοιο ανάδεμα των χειλιών, που έλεγες ήταν μέλισσα κ' έτρεχε να κολλήση σε γλυκόχυμον ανθό. Αλλ' αμέσως ξαφνισμένη από το κάμωμά της. — Σουτ! εσφύριζε βάζοντας το ροδοδάχτυλο στα διψασμένα χειλάκια της και βλέποντας ολόγυρασουτ! μη μας ακούση ο γέρος!...