United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον πατέρα και τον εσέβετο και τον ελάτρευε, αλλ' η καρδία της είχεν ομιλήση και η Αρσινόη ήτο δυστυχής . . . .. Δεν επάλαισεν όμως· ενώπιον της επιμόνου θελήσεως του καλού της πατρός, εδέησε να υποκύψη. Συνέπλεξε μετ' απελπισίας τας χείρας, έχυσε κρυφά πολλά δάκρυα, αλλ' υπέκυψε . . .

Δεν ήτο όμως εύκολον να γνωρίση κανείς κανένα μεταξύ αυτών• διότι όλοι γίνονται εντελώς όμοιοι προς αλλήλους, άμα γυμνωθούν τα οστά• αλλά δι' επιμόνου παρατηρήσεως και μετά δυσκολίας ανεγνωρίζαμεν μερικούς. Ήσαν δε 'ξαπλωμένοι οι μεν επί των δε, μαυρισμένοι και άσχημοι και μη διατηρούντες τίποτε από τα κάλλη της ζωής.

Συχνά τη έρριπτεν επίμονα ή παρακλητικά βλέμματα εις τα οποία εκείνη δεν απήντα και ο Φωκίων εγίνετο εκτός εαυτού. Εβασανίζετο υπό επιμόνου σκέψεως, ήτο δε διαρκώς εν νευρική ταραχή και ήρχοντο στιγμαί καθ' ας επεθύμει να τον εδίωκον της οικίας μάλλον παρά να τον δέχωνται με τόσην προθυμίαν. Έκαμνεν εκ διαλειμμάτων συντόμους απουσίας, χωρίς η κατατρύχουσα αυτόν οδύνη να κατευνάζεται.

Ρεύω επί φύλλων, ανθέων ή τρυφερών καρπών όταν έκ τινος ατμοσφαιρικής επιρροής αιφνιδίως καταπίπτωσι. Λέγεται δε μεταφορικώς και περί ανθρώπων από χρονίας και μακράς νόσου τηκομένων. Χτύπα, κέντα. σ. 255 Παραλαμβάνονται εις τον λόγον εις δήλωσιν επιμόνου και επιτεινομένης ενεργείας. Τοιαύτα και τα, » Δώσε, δώσε. » » Χτύπα, βάρει » και τα παραπλήσια.

Έκυψεν εις το ους ενός των συντρόφων του, του Αναστάση τον Ζιζυφού, και του εψιθύρισε μερικά λόγια με πολλάς χειρονομίας, δεικνύων διά συρτού κ' επιμόνου κινήματος της παλάμης ίσα-πέρα τον αιγιαλόν, και ηκούσθησαν αρκετά ευκρινώς απ' το στόμα του ολίγαι λέξεις: «καλύβα, πέρα εκεί, σπηλιά, . . . κλειδαριά, σιδερόπορτα . . . Να φυλάτε, κ' εμείς θάρθουμε με της βάρκες το βράδυ, σαν πέσ' ο αέρας».

Ο Μανώλης δεν έβλεπε τίποτε το παράχορδον εις αυτήν την μεταβολήν της χήρας. Του εφαίνετο αποτέλεσμα της επιμόνου αντιστάσεως της θυγατρός της. Αι δε συμβουλαί της ήσαν ικανώς αόριστοι, ώστε να του διαφεύγη η πραγματική των σημασία. Άλλως τε είχεν ήδη λάβη την απόφασίν του και το εθεώρει ζήτημα φιλοτιμίας να φθάση εις έν αποτέλεσμα. Με το καλό ή με το κακό η Μαργή θα εγίνετο δική του.

Όταν όμως η ψυχή μεταβληθή ακόμη περισσότερον ως προς την κακίαν ή την αρετήν εξ αιτίας της θελήσεώς της και της επιμόνου συμπεριφοράς της, όταν μεν συνενωθή με την αρετήν και γίνη υπερόχως θεία, τότε μετατοπίζεται και εις υπερόχως άγιον τόπον καθόλου και πολύ καλλίτερον από τον προηγούμενον όταν δε κάμη τα αντίθετα, μετατοπίζει εις τα αντίθετα την ύπαρξίν της.