United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' οι Δαναοί καμάρωναν θωρώντας, μα των Τρώων τα ήπατα όλων φοβερή τους τάκοψε τρομάρα. 215 Λάχτιζε ακόμα κι' η καρδιά του Έχτορα στα στήθια, μιας όμως κι' αντροκάλεσε, πάει τέλιωσε, δεν είχε πια να ξεκόψει ή να χωθεί στο πλήθος ξαναπίσω.

Με κανέναν τρόπο δεν ήθελαν οι μικροπολίτες να πουν τα πράματα νέττα σκέττα. Ξεσκάλιζαν και κάτι παλιούς τύπους μέσα στα βιβλία και καμάρωναν.

Μετά μερικές μέρες, εκεί που κοίταζαν και καμάρωναν κ' έκοβαν κ' έρραβαν από μακριά οι καταχαρούμενοι οι Αποδουλιώτες περπατούσανε στο βασίλεμα του ήλιου κατά τα ξώχωρα του Αποδούλου δίπλα στο Ψηλορείτη, και σεργιάνιζαν τις ομορφιές ολοτρόγυρα, η περήφανη η Φωτεινή με την πεντάμορφη κόρη της, και κάπου σιμά τους κι ο Μπάρτλεης με το Μυλόρδο.

Στη μεγάλη στράτα οι διαβάτες ήσαν εύθυμοι, ζωηροί, άλλοι γελούσαν, άλλοι καμάρωναν, άλλοι μιλούσαν δυνατά, με χειρονομίες και σχήματα. Οι πυκνές δενδροστοιχίες άπλωναν την παχειά τους σκιά στο δρόμο. Ο κάμπος ήτανε ολόγυρα γεμάτος από ανεμώνες. Γύρισα και ρώτησα πάλι τον παραλυτικό: — Γιατί το δρομαλάκι αυτό είναι έρημο και γιατί κανένας δεν πηγαίνει από κει;

Τα σπάρτα τα πρόσχαρα όλο γελούσαν και όλο παιγνίδιζαν μες τις τρελλές ακτίνες κι' όλο πλουμίζονταν και καμάρωναν. Κ' οι καλαμιές λύγιζαν πάντα παιγνιδιάρες κ' ερωτικές και τώρα έσκυβαν· και καθρεφτίζοντο στα βασιλικά νερά και τώρα πάλι πεισμωμένες τίναζαν με νάζι τα κορμάκια τους και γελούσαν με τα γαργαλίσματα της αύρας.