United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ομοίως και εκείνοι εθαύμαζον πώς εφυλάχθην υγιής, ευθύς μου έδωσαν και έφαγα και έπια αρκετά· μου εχάρισεν ο καραβοκύρης και τα αναγκαία φορέματα, και εγώ διά ανταμοιβήν του εχάρισα μερικά πολύτιμα μαργαριτάρια και μίαν σπυρίδα γεμάτην μοσχοκάρυδα, τα οποία τα εδέχθη με μεγάλην χαράν και με ευχαρίστησε κατά πολλά, δείχνοντάς τον εαυτόν μου υπόχρεον παντοτεινά.

Περιπατώντας το λοιπόν εις εκείνο το έρημον νησίον έφθασα σιμά εις μίαν βρύσιν, της οποίας το νερόν ήτον τόσον άσπρον, που εφαίνετο ωσάν το κρύσταλλον· εγώ έπια από αυτό, και το ηύρα εις την γεύσιν νόστιμον ωσάν ένα πολύτιμον σερμπέτι· έμασα ύστερον κάποια χόρτα που εκεί κοντά ήτον, και τα έφαγα, τα οποία ήτον νοστιμώτατα· εστοχάσθηκα εκείνην την τοποθεσίαν, που η φύσις την εστόλισε με τόσα διαφορετικά πράγματα και όλος καταπονημένος καθώς ήμουν ευχαρίστησα τον ουρανόν, που το ολιγώτερον με έφερεν εις ένα τόπον που δεν εφοβούμην ν' αποθάνω από πείναν και δίψαν.

Εις εκείνο το αναμεταξύ, που οι σύντροφοι μου κατεγίνοντο να συνάζουν άνθη και οπωρικά, εγώ ως φιλοξεφαντωτής έχοντας μαζί μου φαγητά και πιοτά όσα εχρειάζοντο και ευρίσκοντας ένα τρεχούμενο νερό υποκάτω εις παχύν ίσκιον ανθισμένων δένδρων, ανάμεσα εις τας πρασινάδας, εκάθησα εκεί με το τραπέζι μου και αφού έφαγα καλά και έπια καλλίτερα, αποκοιμήθην εις εκείνον τον ίσκιον, επειδή ήμουν κοπιασμένος από το ταξείδιον της θαλάσσης, και εκοιμήθηκα τόσον, που όταν εξύπνησα, δεν είδα πλέον ούτε τους συντρόφους, ούτε το καράβι.

Δεν το θυμάσαι; με το κρασί. . . μα δεν φταίω εγώ. . . οι άλλοι. . . . . . Η φωνή του ήτο τραχεία και υποτρέμουσα. Ενώ ωμίλει παρετήρει συγχρόνως εις τους οφθαλμούς του συντρόφου του, αναμένων να ίδη δι αυτών την τύχην, η οποία τον επερίμενεν. — Α! της ξυλιές! είπεν ο Μάρτης αδιαφόρως· μπα, δεν βαριέσαι· είχατε δίκηο· σας έπια το κρασί. . . — Ας το 'πιες· εμέ δεν μ' έμελε. . . . οι άλλοι. . .

Ως τόσον έχοντας το σχοινίον οδηγόν, εγύρισα πίσω μέσα, και επήρα τα ψωμιά και το νερόν, και πάλιν με οδηγόν το σχοινίον εβγήκα έξω, και έφαγα, έπια, και εκοιμήθηκα ανάμεσα εις τους βράχους αναπαυμένος.

Ώστε που μετέπειτα έλαβα ένα από τα ψωμιά μου, και έφαγα και έπια και νερόν, και μετά ταύτα έζησα μερικές ημέρες· και όταν τα έσωσα, εστοχαζόμουν ότι τότε εξ ανάγκης έπρεπε να αποθάνω, και δεν εκαρτερούσα άλλο, παρά τον θάνατον· όταν ακούω και ανοίγουν το στόμιον του κοιμητηρίου, και εκατέβασαν ένα νεκρόν· έπειτα εκατέβασαν και την γυναίκα του ζωντανήν.

Όθεν φοβούμενος το χειρότερον, έπρεπε να έχω υπομονήν και ούτω το εβαστούσα εις τες πλάτες μου ημέραν και νύκτα· την τρίτην όμως ημέραν όντας εις άκραν λύπην και περιπατώντας εις το δάσος με το ζώον εις τους ώμους, έφθασα κατά τύχην εκεί, που είχα αφήσει την κολοκύθαν με τον μούστον, και λαμβάνοντάς την, έπια αρκετόν, και ωσάν που είχε γίνει οίνος καλός, νόστιμος και άκρατος, εύφρανε την καρδιά μου, με εχαροποίησε, και μου εκίνησε τόσον τα πνεύματα, που ελησμόνησα την δυστυχίαν, εις την οποίαν ευρισκόμουν.

Ενύκτωσε κ' εκαθόμουν έξωθεν του μαγαζείου του αγαπητού νεαρού φίλου μου του Κωστή του Τσαμασφόρου, πολλά ρεμβάζων και ουδέν σκεπτόμενος. Ο Κωστάκης μου έφερε ποτήριον ρακίου να με κεράση και μου είπε·Δεν πήγες, μπάρμπ’-Αλέξανδρε, στην Παναγία την Κεχριά; Εγώ θα πάω. — Τώρα που νύκτωσε; Τι λες! — Έχει φεγγαράκι. Έπια, κ' εισήλθεν εις το μαγαζί του κρατών τον δίσκον.

Και όταν εσήκωσαν την τράπεζαν έφερον του βασιλέως ένα εξαίρετον πιοτόν από το οποίον μου έδωσεν ένα ποτήρι και αφού το έπια έγραψα και άλλους στίχους, εις τους οποίους εφανέρωνα την κατάστασίν μου συνωδευμένην με τόσες ταλαιπωρίας και κακοπαθείας· ανέγνωσε και εκείνους ο βασιλεύς και είπεν· εάν ένας άνθρωπος ήτον αρκετός να γράφη με τοιούτον στοχασμόν και τελειότητα, θα ήτον ο σοφώτερος όλων των σοφών.