United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα κοντά στο πλατανόρρεμμα άξαφνα χυμάει η κλεφτουριά του Τσέλιου με τη Λουλούδω αντάμα: — Βαράτε τα σκυλιά!, κάνει από πάνω ο μυλωνάς σαν τους είδε, βαράτε τα σκυλιά!... Δέκα καρυοφύλλια ρυάστηκαν τότες μαζί, κ' οι τούρκοι έπεφταν ο ένας απάνω στον άλλο μπαϊλισμένοι. Κοκκίνησε το νερό του μύλου απ' το αίμα. Μ' απάνω στη ζάλη, ο τοίχος πόμεινε ο Λιάκος, αναταράχτηκε σύρριζα.

Παίρνω αμέσως τους κολλήγους, τους βάνω στον τράφο, τους δίνω τους γκράδες στα χέρια. — Βαράτε, λέω, στο κρέας· ίσα στο κρέας· ρουθούνι να μη μείνη! Βγάνω και πέντε κανόνια, πέντε τοπομαχικά και τα στένω στη σκάλα.

Θα στηριχτής 'πάνω στην ασπίδα και στο βασιλίσκο και δεν θα ριχτής κατάχαμα από το δάγκωμά τους!.. ΛΟΥΠΟΣ. Πέθανεν ο παλαιστής!. . . χάσαμε το καμάρι του Σταδίου. . . Συμφορά τους! ΕΚΑΤΟΝΤ. Η Ευνίκη δεν μπορεί μαζύ μου να θυμώση και χρέος ό,τι μώταξε έχει να μου το δώση. Στρατιώτες! Πίσω από το βράχο πάρτε τον βαράτε τον με τα κοντάρια στα πλευρά. Χτυπάτε τον αλύπητα, γερά! 1ος ΔΙΑΚΟΣ. Κράτει!

Τον είχε φάη η φωτιά και σωριάστηκε μισός από δω, μισός από κει μαζί με το Λιάκο στον αέρα, που φώναζε ακόμα μέσα στο κατρακύλημα των λιθαριών: — Βαράτε! τα σκυλιά, βαράτε!.....

Χτυπούσαν έναν ακάθαρτο γίγαντα συνάδελφό του που είχε την παλάμη μπροστά στα μάτια, κι' ύστερα σήκωναν το δάχτυλο λέγοντας: — Είμαι γω; — Δάσκαλε! Ο γίγαντας με τ' ασπράδια των ματιών του κόκκινα, ανόητα και βλοσυρά, σα μάτια σκύλου θυμωμένου, προσπαθούσε να μαντέψει ποιος τον χτύπησε. Δεν πετύχαινεν όμως ποτέ, γιατί οι άλλοι του λέγαν όλο ψέματα. Ύστερα φωνάζανε πάλι: — Βαράτε το φούρναρη.

Κι όντας αποτέλειωσε τη θλιβερή αυτή ιστορία, ο γέρος τσοπάνος, της πέτρας αυτής που καθόμαστε ξαπλωμένοι κ' οι δυο, μου φάνηκε πως ο αντίλαλος πέρα της ράχης έπαιρνε τα στερνά του λόγια και τάφερνε μακριά, πολύ μακριά προς τα ελληνικά σύνορά μας, διαλαλώντας τα βραχνά από μεγάλο πόθο κι εκδίκηση γεμάτα: — Βαράτε! τα σκυλιά, βαράτε!...

Είπε, κι' εκείνος χάρηκε σαν άκουσε το λόγο, και μες στους Τρώες τρέχοντας τους λόχους σταματούσε, τ' όπλο απ' τη μέση σφίγγοντας. Και στάθηκαν οι λόχοι. Μα άρχισαν κείθε οι Δαναοί ναν τόνε σημαδέβουν, και σαϊτιές του ρήχνανε και τον πετροβολούσαν. 80 Τότε έκραξε με μια φωνή μεγάλη ο Αγαμέμνος «Σταθείτε, παλικάρια μου! Αργίτες, μη βαράτε! Σα να ζητάει ο Έχτορας να μας μιλήσει κάτι

Και ολόγυρα οι αστραπές καδένες έσχιζαν το κατάμαυρο χάος, σαν να έστηναν φλογερό σύνορο στην πορεία μας. — Βαράτε, μωρέ και μας έπνιξαν! φωνάζω. Άρχισε πάλι ο χαλκόστομος αλλαλαγμός κάτω από τα κατάρτια. Όμως στο κάτασπρο φως μιας αστραπής κάνω έτσι και βλέπω τον Κριτσέπη, με κερί του Επιταφίου στο χέρι να κυνηγά από τα στράλια τα Τελώνια.