United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον είχε φάη η φωτιά και σωριάστηκε μισός από δω, μισός από κει μαζί με το Λιάκο στον αέρα, που φώναζε ακόμα μέσα στο κατρακύλημα των λιθαριών: — Βαράτε! τα σκυλιά, βαράτε!.....

Πήρε κοντά του πράμματα; — Πήρε τα οχτώ μουλάρια. — Μα την αξιάδα που 'δα εγώτο Λούκα εχτές το βράδυ.. — Σαν τι είδες, Λιάκο; — Μονάχος ετέλεψε το γέννο. Πενήντα αρνιά προσθήλυασε μέσ' 'ς την τσαγγαδομάντρα. — Προχτέςτον Παλιουρόφορο ζαλώθη ένα δαμάλι. Θεριακωμένος! — Κορμαριά! — Και πετροκαταλύτης! — Σίμπα, Κωστούλα, τη φωτιά· τι ξύλιασατη στρούγγα Και πάω σαν καλαμόκουνα.

Εκεί απάνω απ' την άλλη κάμαρα του μύλου κάτι βρόντηξε, και σε λίγο έτριξε δυνατά η πόρτα του κήπου, και φάνηκε η Λουλούδω ροβολώντας κάτου στο πλατανόρρεμμα. — Η Λουλούδω! η Λουλούδω, κάνει κάποιος. Το μπεόπουλο αλαφιάστηκε. Γύρεψε να τρέξη κ' αδρασκέλησε το κατώφλι. Δυο σιδερένια χέρια τότες το κράτησαν στον τόπο του. Οι τούρκοι μισομεθυσμένοι πετάχτηκαν όξω και χύθηκαν απάνω στο Λιάκο.

Αρματωλός του Ολύμπου περί ου και το υπ' αριθμόν LXXXIX εν τη Πασσοβίω συλλογή δημοτικόν άσμα όπου διαλάμπουσιν οι τρεις επόμενοι στίχοι. Προσκύνα, Λιάκο, τον πασά, προσκύνα το Βηζύρη. Όσο είν' ο Λιάκος ζωντανός πασά δεν προσκυνάει· Πασά έχει ο Λιάκος το σπαθί, βηζύρη το τουφέκι. Ιωάννης Κοντογιάννης εκ Χαλικιοπούλων του Βάλτου, αρματωλός Υπάτης. Παρευρέθη και διέπρεψε κατά την εν Κερασόβω μάχην.

Τότε ανεβαίνει βιαστικός στο στέριο αμάξι ο γέρος κι' όξω τραβά απ' τ' αχόλαλο λιακό κι' απ' τ' αβλοπόρτι. Το κάρο ομπρόςτετράροδοτραβούσαν τα μουλάρια που τα οδηγούσε ο φρόνιμος Νιδιός· και πίσω ο γέρος 325 βαρούσε τ' άτια, και γοργά τους φώναζε να τρέχουν κάτου το κάστρο. Κι' οι δικοί τον συνοδέβανε όλοι πικρά θρηνώντας, πούλεγες πως σε σφαγή παγαίνει.

Η φτώχεια μπορούσε ν' αλέση το φόρτωμά της χωρίς ν' αφήση ούτ' ένα ξάγι, κι ο τούρκος θα το συλλογίζουνταν αν γύρευε να δείξη την αδικιά του στο Λιάκο. Ο μυλωνάς είχε χάση πάρωρα τη γυναίκα του· ένα κορίτσι είχε, μια ομορφονιά τη Λουλούδω, το τριαντάφυλλο του Ριζόμυλου. Η ομορφιά της γρήγορα πήρε δρόμο στον τόπο. Το κορίτσι αγαπούσε ένα κλέφτη, τον Τσέλιο, τότες είτανε κλέφτες.