United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι θάμμασμα που έγεινε πίσω στην Καναπίτσα! . . . Δεκαοχτώ τουλουμοτύρια, το φόρτωμα ενός καϊκιού, που έπεσε εψές όξου, τα ερρούφηξεν ο αφαλός της θάλασσας και τα ξέρασε πίσω το μάτι της λίμνης . . . Θα φάμε χέλια παχειά φέτος, παιδά . . . Από βδομάδα, σαν αφήση τ' αφεντικό, θ' αρχίσω να τα ψαρεύω . . . . Έπεσαν στα τυριά, φάγανε κι' α — δε φάγανε . . . του διαβόλου τα χέλια, βρε!

Τρομάρα σου! βρωμόσκυλο, κοπρόσκυλο, ψωριασμένο. Ο καπετάν Γεωργάκης επέζευσεν, εχαιρέτησε τους βοσκούς, όσοι ανεψύχοντο εκεί με τα ποίμνιά των, έπιε δροσερόν νερόν, αφήκε βαθύν στεναγμόν και εστράφη προς μακρόν ανώγειον οικοδόμημα, προ της θύρας του οποίου είχε περάσει προ πέντε λεπτών. Ο αγωγιάτης του επήρε το ζώον και το έδεσε διά να βόσκη, χωρίς να το ελαφρώση από το φόρτωμα.

Τότε ο δούλος τον εβεβαίωσε μεθ' όρκου εις τον Προφήτην ότι αληθινά τον έστειλεν ο αυθέντης του να τον προσκαλέση εις το συμπόσιον και τον παρήγγειλε το φόρτωμά του να το βάλλη από μέσα εις την αυλήν και αυτός να υπάγη εις το τραπέζι· διότι τον καρτερούν.

Με το αλαφρό μου φόρτωμα στην αγκαλιά κατεβαίνω σιγά τους βράχους κι όταν γυρίζω βλέπω εκεί απάνω το σκοτεινό ίσκιο της γυναικός μου. Κάθεται, όπως καθότανε ο Σβεν πρωτήτερα, και τα μάτια της κοιτάζουνε στο σημείο, όπου βασιλεύει ο ήλιος κι όπου έχουνε σβήσει οι τελευταίες ρόδινες φλόγες.

Αμέσως ειδοποιήθηκαν ταδέρφια του κ' η μαυρισμένη η γυναίκα του, κι' ήρθαν και πήραν το άψυχο κουφάρι του, με τα χρήματα, το μουλάρι, το φόρτωμα και τον πιστό το Γκεσούλη και πήγανε στο χωριό να του κάνουν το ξόδι. Δυο-τρεις μέρες υστερώτερα παρουσιάστηκε στο χωριό κι' ο Φετάνης κι' έκανε πως λυπιώνταν κι' αυτός για το φόνο του Λέντζου.

Για ταντί! μου λέει άγρια, Το κατάλαβες πως μας έγινες φόρτωμα; Με πήρε το παράπονοΕγώ σας έγινα φόρτωμα; του κάνω. Εγώ; — Εσύ μαθές. Που μπαίνεις εδώ μέσα, σαν να μπαίνης στο ρημάδι σου, κι' ούτε ρωτάς κανένα. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλιΣτο βιος μου μέσα μπαίνω. Στου πατέρα μου το βιος, του λέω. Και με κλωτσάς σαν το σκυλί; Εμένανε κλωτσάς;

Κάτω στον καλντιριμωμένο δρόμο, μπροστά, στην πύλη του Αράπη, εκυλούσαν τους ξεβιδωμένους τροχούς τους, ξεχαρβαλωμένα και αφτά, παράλυτα, βαρυφορτωμένα, με κρότους βροντερούς που αντηχούσαν οι τάπιες μες τανήλιαστα τα βάθη τους· εξερότριζαν κάτω από το βαρύ τους φόρτωμα, ετάραζαν το κάστρο μέσα από το βροντερό τους κατρακύλημα τα κάρα τα βαριά, που ανέβαζαν να φέρουν τη στερεμένη κουραμάνα μες τις φυλακές.

Πλην, φευ! το φόρτωμα της σκούνας είχε συμπληρωθή έως τ' απόγευμα, κ' επειδή εφύσσα καλός άνεμος, ο πρώτος Βορράς όστις ήρχισε τον Νοέμβριον να πνέη, ο Καβούλης, μη θέλων να χάση τον καλόν καιρόν, απεφάσισε κ' έκαμε πανιά, εκτάκτως όλως προ του μεσονυκτίου, και με τον απόγειον του βουνού.

Ήτανε πάντα ακατάδεχτος και ό,τι δεν φαινόταν δυνατό κι' ωραίο, το απόφευγε, το σιχαινόταν. Ωιμένα! ω! ω! σ' αυτή τη γδύμνια ήλπιζα εγώ ποτέ μου να σε ιδώ, Δημήτριε! Φως των ματιών μου κι' από το μήλο πειο γλυκό, τ' ήταν αυτό το ξαφνικό; Τα γόνατα μου από το φόρτωμα λυγάνε της δυστυχίας. Θόλωσαν τα μάτια μου. Βοάνε τ' αυτιά μου. Λυπηθήτε με, Μαννάδες. Κάτω θε να σωριαστώ. Κρατήστε με.

Αφού απόθεσε το φόρτωμά του εις την αυλήν, ακλούθησε τον υπηρέτην του πλουσίου, ο οποίος τον έφερεν εις μίαν λόντζαν μέσα εις το περιβόλι, εκεί που ήταν όλοι οι καλεσμένοι καθήμενοι ολόγυρα εις ένα πλουσιοπαροχώτατον τραπέζι, στολισμένον με πολυποίκιλα φαγητά και ποτά· ο αυθέντης του συμποσίου τον εκάθησε πλησίον του εις το τραπέζι και τον επαρακάλεσε να συγχαρή και αυτός μαζί με τους άλλους εις το συμπόσιον και ο κόπος του δεν είναι χαμένος.