United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ήταν βέβαια ποτέ καλοδουλεμένο και πλούσιο σ' αποδοσίδια. Η γη του δώσεδώσε τον παλιόν καιρό, φαινόταν κουρασμένη. Οπωσδήποτε στην ορμητική θέληση του Αντρέα του Ευμορφόπουλου άρχισε πάλε να υπόσχεται πολλά. Τα φύτρα και τα φύλλα έδειχναν νέα ζωή. Μα τώρα φαινόταν κουρνιαχτός. Πολλοί αργάτες πηγαινορχόνταν εκεί μέσα. Άλλοι με αξίνες, άλλοι με τσεκούρια, με δρεπάνια, με λοστούς, με δυναμίτη.

Οι πραγματευταί που ήταν μαζί μου, χωρίς να χάσουν καιρό αλλ' ούτε να με ερωτήσουν, ετσάκισαν το αυγόν με τα τσεκούρια και έβγαλαν το πουλί ζωντανόν· έπειτα το έσφαξαν και μαγειρεύοντές το, το έφαγον και προ τού να τελειώσουν το τοιούτον γεύμα, εφάνησαν μακρόθεν ωσάν δύο σύννεφα μεγάλα, που επέτοντο εις τον αέρα.

Ο ένας εμιμείτο την βαρείαν γεροντικήν φωνήν του καθηγητού των λατινικών, ο άλλος τον βήχα του καθηγητού των ιερών και τρίτος τους θυμούς του μαθηματικού: — Τα μαθηματικά οξύνουν τον νουν, αλλ' όχι και τα κούτσουρα. Δεν είνε τσεκούρια.

Τα τέσσερα κανονάκια τα ορειχάλκινα που κάνουν το βρύχημά του τρόμο των θαλασσινών οι μπαλντάδες που συχνοβάφονται στο αίμα τους· τα τρομπόνια, τα τσεκούρια, οι γάντζοι που πιάνουν αητονύχια στα πλευρά των καραβιών, όλα είνε θαμμένα στο σκότος και την ασάφεια.

Και φεύγει κατά την πρύμη βιαστικός, με τα μαλλιά σηκωμένα, μ' ένα βήμα άταχτο, σαν να του έδοσαν τσεκουριά στο κεφάλι. — Χριστός βοσκρέσια!... Χριστός βοσκρέσια! ... γροικώ εκείνη την ώρα φωνές και γέλοια. Τρέχω στην κουπαστή· τι να ιδώ; Του διαβόλου πεντέξη Ρούσες, εκολυμπούσαν νεράιδες ολόγυρα στην πλώρη μας.

Και ο λαός συφάμελος ξαρματώνει τους φρουρούς, ανοίγει με τα τσεκούρια τις πόρτες, ανεβαίνει τις ταπητοστρωμένες σκάλες, σχίζει κουρέλια τις μεταξωτές κουρτίνες, συντρίβει τα βάζα, φθάνει αγριόθυμος εμπρός στον βασιλιά. — Να σε ρωτήσω πατέρα μου δικαιοκρίτη· του λέγει. Με τι πληρώνει εκείνος που πατάει την καραντίνα; — Με θάνατο. — Υπόγραψε.