Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Μον τώρα ας κλαίμε αλάργα, κλεισμένοι μέσα εδώ. Είδ' αφτός, ότι η σκληρή του η μοίρα στο γεννημό του τούκλωσε σαν τον γεννούσα η μάβρη, 210 σκύλους να θρέψει αλάργα μας, σ' άσπλαχνου πόρτα αθρώπου... π' ας είταν αχ μες στην καρδιά τα νύχια ναν του μπήξω, ναν του τη φάω! Τότ' ίσως πια θαρχόμαστε ίσα κ' ίσα.» 213
Ο τόπος μας έχει να μας θρέψει, έννοια σας, φτάνει να ξέρουμε νανοίγουμε δουλειές, και τότε θα βρίσκουμε γλύκα στον τόπο μας. Σα θέλει κανείς και καλά να χτίσει χτίρια για να μείνει τ' όνομά του αθάνατο, ας χτίσει στρατώνες και αποθήκες, υδραγωγεία, γεφύρια, ας φτειάσει δρόμους και σιδερόδρομους, ας ναυπηγήσει πολεμικά καράβια.
Ησθάνετο την ανάγκην να έχη συντροφιάν την πνοήν της μητρός του,. . Ευτυχώς η μήτηρ του τού είχεν αφήσει και άλλην συντροφιάν, την φωτιάν την οποίαν είχε θρέψει με ξύλα πολλά και κουτσούρες επίτηδες, και αφού την περιώρισε μεταξύ πλακών και λίθων, μακράν παντός ξηρού χόρτου ή θάμνου χλωρού ή ρίζης δένδρου, είπεν ότι την αφίνει «για συντροφιά» και δεν την έσβυσε.
Αυτά 'πα' εστέναξε βαθειά και μ' απαντούσ' εκείνος• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, 60 οργή θεού και τ' άμετρο κρασί μ' εξολοθρεύσαν. λησμόνησ', αφού πλάγιασα 'ς το μέγαρο της Κίρκης, απ' την υψηλήν κλίμακα να καταιβώ, 'π' ανέβην• αλλ' απ' την σκέπην έπεσα κατάντικρα, κ' εκόπη ο τράχηλός μου, και η ψυχή ροβόλησε εις τον Άδη. 65 και αχ! να σου ζήσουν οι ακριβοί, 'που ο κόσμος έχει ακόμη, η σύντροφός σου και ο γονειός, που σ' έχει θρέψει βρέφος, και ο μόνος σου Τηλέμαχος, πώχεις 'ς το σπίτι αφήσει,— τι ξεύρ' ότι γυρίζοντας εδώθε, από τον Άδη, θ' αράξης το καράβι σου 'ς την νήσο την Αιαία,— 70 όταν κει φθάσης, έχε με 'ς τον νου σου, ω βασιλέα• να μη μ' αφήσης άθαπτον και αδάκρυτον οπίσω φεύγοντας, μη σου γείνω εγώ θείας οργής αιτία. αλλ' έπαρε και κάψε με μαζή με τ' άρματά μου, κ' εμένα μνήμα σήκωσε σιμά 'ς τ' αφράτο κύμα, 75 να 'ναι γνωστός και εις τους εξής του αμοίρου εμένα ο τάφος. κάμε μου τούτα, και κουπί 'ς το μνήμα επάνω στήσε κείνο, 'που ζώντας έλαμνα μαζή με τους συντρόφους».
Αφού οι ξένοι έρχονται να δουλέψουνε στον τόπο μας, θα πει πως ο τόπος μας έχει αξία, και πλούτο, και δουλειά, για να θρέψει πολλούς ανθρώπους. Πρέπει να καταλάβουμε και τούτο· πως χρέος μας απαράβατο είναι να κάνουμε όλοι το στρατιωτικό μας, για να είμαστε γυμνασμένοι κ' έτοιμοι για κάθε αγώνα, και προ πάντων για τον αγώνα που πρέπει ναρχίσει για την ένωση της φυλής.
Τώρα έλα εσύ συγύρισε τα γλήγορα φαριά μας, όσο στου Δία εγώ να μπω το θεϊκό παλάτι 375 και του πολέμου τ' άρματα να βάλω, για να δούμε αν με τα μας ο Έχτορας θ' αναγαλλιάσει τάχα όταν στα διάβατα άξαφνα φανούμε του πολέμου, για και θα θρέψει με ψαχνό και πάχος κάνας Τρώας όρνια και σκύλους, πέφτοντας εκεί κοντά στα πλοία.» 380
Και τούπες τότες, Πάτροκλε λεβέντη, περγελώντας «Ωχ ωχ, ο σκύλος τι αλαφρύς! βουτιές που σου τις παίρνει. 745 Μα αν γίνει αφτός θαλασσινός, τι λόγος, ένα πλήθος θα θρέψει, απ' τα καΐκι του πηδώντας και στον πάτο σφουγγάρια ψάχνοντας να βρει, κιας είναι οργιές το βάθος, σαν που στον κάμπο να! άφοβα πηδά απ' τ' αμάξι τώρα. Έχουν λοιπόν στο κάστρο τους κι' οι Τρώες μπεχλιβάνια.» 750
Οι θείες άρχισαν να το συζητούν και όσο περισσότερο το συζητούσαν, τόσο λιγότερο συμφωνούσαν. «Να δουλέψει;», έλεγε η ντόνα Ρουθ, η πιο ήρεμη. Αφού το χωριουδάκι τους δεν μπορούσε να θρέψει ούτε εκείνους που είχαν γεννηθεί εκεί.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν