Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Μα δεν άργησα να κάμω άλλο μεγαλείτερο από σανίδια. Ο ταρσανάς γι' αυτό ήταν στο λιμανάκι του Αϊνικόλα. Το έρριξα στη θάλασσα και τ' ακολούθησα κολυμπώντας ως την εμπατή του λιμένα που το επήρε το ρέμμα πέρα μακριά. Αργότερα έγεινα πρώτος στο κουπί, στο κολύμπι πρώτος· μόνον τα λέπια μου έλειπαν.
* Το έργον, τούτο είς τινα σημεία εν τω κειμένω έχει ανάγκην τροποποιήσεων, χάριν της υπό των σημερινών θεατρικών συνθηκών υπαγορευομένης σκηνικής οικονομίας. ΞΟΥΘΟΣ και οι ΑΝΩΤΕΡΩ ΞΟΥΘΟΣ Τον πρώτο μου χαιρετισμό προς το θεό τον στέλνω, και ύστερα, γυναίκα μου, 'ς εσένα• μήπως τάχα που άργησα τόσο πολύ, αισθάνθης στενοχώρια; ΚΡΕΟΥΣΑ Α, όχι• ήλθες έγκαιρα για να μου την προλάβης.
Μα δεν είναι αλήθεια, μανούλα μου, πως τώρα που είδες την Μαρία ησύχασες. Αί! πε μου, πως δεν είσαι πειά απελπισμένη. Πως θα παύσης πειά να μου λες όσα μούλεγες τρεις ημέρες τώρα, που άρχισα και γω να πιστεύω πώς είμαι κατεστραμμένος. Πως έκαμα μια μεγάλη ανοησία. Δεν είναι αλήθεια, πώς η Μαρία είναι θαυμασία και αλλοιώτικη από της άλλες γυναίκες; Με συγχωρείτε, άργησα λιγάκι. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ.
ΧΡΕΜΗΣ Για ιδές εκεί χιτώνιο που τώχει! μα τούτο είνε γυναικός. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Το πήρ’ αντί της χλαίνης στο σκότος. Συ πούθ' έρχεσαι και τάχα πού πηγαίνεις; ΧΡΕΜΗΣ Απ' τη Βουλή. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Πώς; Τέλειωσε; ΧΡΕΜΗΣ Κ' είνε πρωί ακόμα. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Τριώβολο επήρες; ΧΡΕΜΗΣ Θα σου το πω, μα ντρέπομαι• ποιος δεν το θέλει τάχα; αλλ' άργησα και μου μείναν η τσέπες μου μονάχα. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Και ποιο ήταν το αίτιο;
Ο νοικοκύρης του σπιτιού, που μ' είχ' αφήση για μια στιγμή, μπήκε επί τέλους στην κάμαρα: — Με συμπάθειο π' άργησα, μούπε. Έχουμε ανακατωσούρες απόψε, κοιλοπονάει η φαμελιά μου. Και κάθησε κοντά μου με το ψηλό τ' ανάστημα, καμπουριασμένο, το χλωμιασμένο πρόσωπό του ανήσυχο.
— Του οποίου, βλουημένε, άργησα κομμάτι, εδικαιολογείτο ο πάτερ- Γαλακτίων. Παραμονή βλέπεις. Και συντόμως παρέδιδε το φορτίον, δυο σάκκους αλέσματος και δυο δοχεία πλήρη οίνου και ελαίου και έτερον μικρόν, περιέχον θερμαντικόν τι ποτόν.
Άργησα όμως τόσο πολύ σ' αυτή τη δουλιά, που ο Ιμάμης θύμωσε και βλέποντας, πως είμαι χριστιανός, φώναξε βοήθεια. Με πήγανε στον κατή, ο οποίος έβαλε να μου δώσουν εκατό ξυλιές μ' ένα πέταυρο στις πατούσες των ποδιών, και μ' έστειλε στα καταναγκαστικά έργα. Μ' αλυσσοδέσανε ακριβώς στην ίδια γαλέρα και στον ίδιο μπάγκο με τον κύριο βαρώνο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν