Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Είχε μέτριο ανάστημα, χοντροπελεκημένο κορμί, στρογγυλό κεφάλι, πλατειές πατούσες. Χοντρές και ξανθοκόκκινες οι παλάμες του, έλεγες πως ήταν βουτημένες στο ριζάρι. Το πρόσωπό του στρωτό με χείλη χοντρά και μύτη πλακουτσή θύμιζε πουρναρόρριζα. Τα μάτια του σαν μικρά και κρύα τα σαλιγκάρια. Καθώς ήταν στα μάλλινα φορέματά του έμοιαζε με σακκί παραγεμισμένο από σάρκες και κόκκαλα.
Άργησα όμως τόσο πολύ σ' αυτή τη δουλιά, που ο Ιμάμης θύμωσε και βλέποντας, πως είμαι χριστιανός, φώναξε βοήθεια. Με πήγανε στον κατή, ο οποίος έβαλε να μου δώσουν εκατό ξυλιές μ' ένα πέταυρο στις πατούσες των ποδιών, και μ' έστειλε στα καταναγκαστικά έργα. Μ' αλυσσοδέσανε ακριβώς στην ίδια γαλέρα και στον ίδιο μπάγκο με τον κύριο βαρώνο.
— Μη τον κάνεις έτσι, μωρέ· πειράζεται φοβερά ο Κεφαλλωνίτης. — Μπα· είπεν εκείνος σηκώνοντας τις πλάτες. Εγώ δεν τα κάνω να τον πειράξω. Έτσι τα λέγω, χωρατά. — Χωρατά μα εκείνος τα παίρνει στ' αλήθεια. — Δε βαριέσαι!.. Κ' έφυγε από κοντά μου αντιπατώντας τις πατούσες του στα σανίδια, σαν να έλεγε πως έτσι άσπλαχνα ημπορεί να πατήση καθένα που θα θελήση ν' αντισταθή στη χαρά του.
Δεν ήξερα, πως θάτανε θανάσιμο έγκλημα για ένα χριστιανό να βρεθή ολόγυμνος μ' ένα νεαρό μουλσουμάνο. Ένας καδής διάταξε να μου δώσουν εκατό ξυλιές στις πατούσες των ποδιών και με καταδίκασε σε καταναγκαστικά έργα. Δεν πιστεύω νάχη γίνη ως τώρα φριχτότερη αδικία. Αλλά θάθελα να ξέρω, γιατί η αδερφή μου βρίσκεται στην κουζίνα ενός Τρανσυλβανού ηγεμόνα, πόχει καταφύγει στην Τουρκία.
Εκείνη σήκωσε με έκπληξη τα μάτια και δεν πήρε το λουλούδι. «Μαντεύετε ποιος σας το στέλνει; Πάρτε το.» «Εσύ το έκοψες, εσύ να το κρατήσεις.» «Όχι, σοβαρά, πάρτε το ντόνα Νοέμι.» Κάθισε μπροστά της, καταγής, με σταυρωμένα τα πόδια σαν σκλάβος, κρατώντας τις πατούσες. Δεν ήξερε πώς ν’ αρχίσει, ήξερε όμως πως η κυρά μάντευε.
Και ή μ' έχεις κράξει ή σ' έχω κράξει, και ή μ' έχεις φέρει ή σ' έχω φέρει —είναι φτερά που πάει το αέρι, φύλλα που ο άνεμος θ' αρπάξη— ήρθα· δεν τίναξαν τα φύλλα, ολόρθη στέκοσουν μονάχη· κρεμόντανε στους κλώνους μήλα, νερό συντρίβονταν στα βράχη κι είχες τα πόδια σου λουσμένα κι ως να πατούσες ήσουν κρίνα, τα χέρια σου μπροστά ριγμένα σα λευκά κρίνα ήταν κι εκείνα και σα φτερά και είχαν απλώσει στον ήλιο που είχε πέρα δώσει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν