United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να, ωρέ Μάρω, πάρε το δικό μου και σε θέλω να μου φέρης κεφάλια Αρβανίτικα! Κι' αμέσως δίνειτην Κλανομάρω τον κοντό του σισανέ, τον ασημόδετον και φλωροκαπνισμένον. Τότε η Κλανομάρω, αφού έπιασετα χέρια το φοβερό όπλο του Καραϊσκάκη, έγινε αλλοιώτικη. Χύθηκε απόκοντατους Αρβανίτες και σε κάμποση ώρα γύρισε φέρνοντας θριαμβευτικά δυο ματωμένα, ολόζεστα Αρβανίτικα κεφάλια.

Βεργινία ! Βεργινία ! άκουσε με, Βεργινία ! Νά, σου άναψα ένα κερί για τον καθένα μας, για να μας λυπηθής. . . Έτσι φώναζε με τη φωνή πνιγμένη μες το χώμα και το πότιζε με δάκρυα για το Νίκο που τονέ λυπόταν καθώς έλεγε τόνομά του, καθώς έλεγε πως θαρρωστούσε, με δάκρυα και για το τάξιμο το φρικτό πούχε κάμει να βγάλη του παιδιού της τόνομα της Βεργινίας. . . Κ’ έξαφνα εκεί που ξεφώνιζε με το κεφάλι κάτω, της φάνηκε πως άκουσε μια βαθειά φωνή αλλοιώτικη απομέσα της που βούιξε, σα θάλασσα μες ταυτιά της: «Όλα τα θέλεις, αχόρταγη ! και το σπίτι μου και τον άντρα μου και το παιδί μου; Είναι δικό μου το παιδί! -τόσον καιρό το λαχταρούσα και το περίμενα. . η ψυχή μου τόχει γεννημένα πριν ναρθής εσύ να μου πάρης την ευτυχία μου!

Τα σπίτια είταν αλλοιώτικα, οι οβοροί αλλοιώτικοι, οι δρόμοι αλλοιώτικοι, η εκκλησιά αλλοιώτικη: τα όλα αλλοιώτικα, και γι' αυτό, όταν τον εκυνηγούσαν τα σκυλλιά αληχτώντας «γκάβου.. γκάβου.. γκάβου» κι' άκουε το σπλαχνικό προσκάλεσμα: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι' ό,τι κι' αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης».

Μα δεν είναι αλήθεια, μανούλα μου, πως τώρα που είδες την Μαρία ησύχασες. Αί! πε μου, πως δεν είσαι πειά απελπισμένη. Πως θα παύσης πειά να μου λες όσα μούλεγες τρεις ημέρες τώρα, που άρχισα και γω να πιστεύω πώς είμαι κατεστραμμένος. Πως έκαμα μια μεγάλη ανοησία. Δεν είναι αλήθεια, πώς η Μαρία είναι θαυμασία και αλλοιώτικη από της άλλες γυναίκες; Με συγχωρείτε, άργησα λιγάκι. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ.

Θα εξακολουθήσης την εικόνα και έτσι θα εύρω κ' εγώ αφορμή να μιλήσω με το Γιωργάκη, να αναφέρω το όνομά σου και έτσι προετοιμάζομεν τα πράγματα... Μ α ρ ί α. Καλά. Τότε έρχομαι... Αφού θα μείνω μόνη με το μοντέλο μου. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Κατάμονες δυώ ώρες ολόκληρες. Έτοιμη μητέρα; Κα. Δεν μπορώ να καταλάβω τίποτε. Αλλοιώτικη γυναίκα, η πεθερά μου. Φαίνεται σαν άλλα να λέη και άλλα να αισθάνεται.

Κακό πράμα ναν' η γυναίκα και μια μέρα μεγαλύτερη απ’ τον άντρα της ! Τον αγαπάει μ’ αλλοιώτικη αγάπη από 'κείνονε, με μια φωτιά πιο άγρια, σα βιαστικιά κι απελπισμένη για τη νιότη που της φεύγει· και ο καημός αυτός, πέφτοντας μέσα στη φλόγα την ερωτική, την κάνει κι αποθεριεύει και πίνει όλη τη γυναικεία δροσιά.

Τα άλλα του χαρακτηριστικά δεν γελούν, αλλά μορφάζουν· νομίζεις ότι παντοτεινός μορφασμός τα κρατεί εις μίαν κωμικήν διαστροφήν. Τον εύρον εξηγούντα εις αφελή γραίαν επαρχιώτισσαν, πρώτην φοράν ερχομένην εις Αθήνας, ότι το Οφθαλμιατρείον ήτο ο ναός της Μητροπόλεως. — Μα εγώ, παιδί μου, επέρασα, θαρρώ, από τη Μητρόπολι και μου φάνηκε αλλοιώτικη, πειο μεγάλη, του είπεν η γραία. — Σου φάνηκε.

Τo στόμα του γέλαγε καμμιά φορά, μα τα μάτια του δε γέλαγαν, παρά μόνο ανοίγανε διάπλατα σα νανθίζανε, με κάτι παράξενες κόρες διπλές και τρίδιπλες, γαλαζοπράσινες• και τα μακριά ματόκλαδα, ίδια κρόσσια που γύριζαν καταπάνω, έκαναν ολόγυρα στα μάτια μιαν αλλοιώτικη σκιά σαν από κλαδιά γερμένα σε βαθύ νερό, που σε τάραζε περισσότερο από ματιά και σε τραβούσε σα μαγνήτης.

Εγώ έλεγα πως θα τη βρω εδωπέρα. ΦΛΕΡΗΣΑιωνίως μου φέρνεις τέτοια νέα. Αιωνίως. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΤι φταίω εγώ; ΦΛΕΡΗΣΜε κυνηγάει λοιπόν αυτή η γυναίκα; Δεν ξέρει πως δεν πρέπει να με ιδή; Γιατί λοιπόν μούδωκε το λόγο της; Αγκαλά λόγο περιμένεις απ' τις γυναίκες του είδους της! Φταίω γω που την πίστεψα αλλοιώτικη! . . . Τώρα τρέχει πίσω μου, μου κόλλησε σαν κολιτσίδα .. . Άκουσε, Αργύρη.

Αλλά από τον καιρόν που είχε επικαθίσει μέσα εις την χαράδραν του Παγώνος, του είχε έλθει αλλοιώτικη αίσθησις. Ο παππούς σπανίως ωμίλει περί αυτού του πράγματος, αλλά ήτο γνωστόν ήδη εις όλο το βουνόν.