United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μωρέ και να μη το μυριστής τόσον καιρό πως είν' άπιστη η σκύλα; — Ποιά, βρε χριστιανέ; Η γυναίκα μου; — Αμέ και ποια άλλη, κακόμοιρε, που έπρεπε μα το Θεό, καλογερόπαππας να γίνης μ' αυτά τα μυαλά, κι όχι άντρας, κι άντρας τέτοιας γυναίκας. Έτρεμε πατόκορφα ο Δημήτρης. — Έλα στο νου σου, βρε αδερφούλη μου, τι 'νε που κάθεσαι και μου κραίνεις τώρα; Και με ποιόνα θαπιστήση κι από πού ως πού;

Ταθεόφοβο το παιδί, που πρέπει να πατήσω ένα ξεφωνητό και να τονέ διώξω, κι ως τόσο δε βαστάει η καρδιά μου! Σύρε, σύρε να μη σε νοιώσουν, κακόμοιρε, και μ' αφάνισες! Στέλνε όσα θες μηνύματα με τους προξενητάδες, μα μην πολεμάς από παράθυρα να μου ψέλνης αγάπες, κ' έχουν πίκρες τα κρυφογύρευτα τα φιλιά. Στεφ.

Απήντησεν ο Μπάρμπα-δήμαρχος. — Θε ς' τάβρουμε, κακόμοιρε, και θε ς' τα πάρουμε ούλα! Ηπείλησε τέλος η Μιλάχρω εν αστειότητι. Εφέτος του αγίου Βασιλείουείχε κακιώσει από τα Χριστούγεννα ο «σημαδιακός» — απεφάσισεν η Μιλάχρω να τον ξεκακιώση πάλιν.

ΜΙΛΩΝ Δυστυχισμένε θεριστή, τέπαθες τώρα τώρα; Ούτε το δρόμο ακολουθείς, όπως και πριν, τον ίσο, ούτε θερίζεις πλάγι μας, μα μένεις πάντα πίσω, σαν πρόβατο που πλήγωσε το πόδι του έν' αγκάθι και μένει πίσω απ' τάλλα αρνιά και πίσω απ' το κοπάδι. Ποιος είσαι συ, κακόμοιρε, που 'μέρα μεσημέρι αρχινισμένο αυλάκι σου αθέριστο ταφήνεις;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Βέβαια• από πολλή για σένα αγάπη και φροντίδα μου. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μωρ' τ' είν' αυτά; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μα πουθενά ο νόμος δεν το λέει, απ' το παιδί του ο γονηός να κλαίη. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Και τάχα πώς, τους πετεινούς αφού μιμείσαιόλα αυτά, σε ξύλο δεν κουρνιάζεις συ, και πώς δεν τρως και συ σκατά; ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Μα τούτο το παράδειγμα, κακόμοιρε, που φέρνεις, ούτ' ο Σωκράτης θαύρισκε σωστό.

Αν είχες δουλειά, να κοιτάξης, του λέει, πήγαινε τώρα, και τα λέμε άλλη φορά. — Ναι, κάτι θέλω να κοιτάξω, αποκρίνεται ο Μιχάλης. Το βράδυ έρχουμαι και τα λέμε. Κ' έτσι αφίνει το Δημήτρη, και παίρνει τον άλλο δρόμο ανάλαφρος και παρηγορημένος, σα να ξύπνησε από βραχνά φοβερό. — Σε ξέρω κ' έννοια σου, κακόμοιρε, μουρμούριζε ο Δημήτρης, όταν έμεινε μοναχός του.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Κακόν πώς ημπορώ να λέγω διά τον άνδρα μου, εγώ; Κακόμοιρέ μου άνδρα, ποιος τ' όνομά σου το καλόν θα 'πή, αφού μονάχη, τριών ωρών γυναίκα σου, εγώ σου το ξεσχίζω; Πλην τον Τυβάλτην διατί, κακέ, να τον σκοτώσης; Διότι θα εσκότονε τον άνδρα μου εκείνος· Ανόητά μου δάκρυα, γυρίσετε οπίσω.