United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Μαργή εστράφη προς τα οπίσω διά να φύγη, αλλ' ο βραχίων του Μανώλη εξετάθη προ αυτής ως φράκτης ανυπέρβατος. — Δε μ' αγαπάς λίγο-λίγο; αι Μαρούλι, δε μ' αγαπάς μια σταλιά; Τότε πλέον η Μαργή έγινεν έξω φρενών και ελησμόνησε και την εξομολόγησιν και την μετάληψιν και την κόλασιν.

Ο δε Τερερές, του οποίου η μοχθηρία ήτο τόση, ώστε να υπερνικά και τον φόβον του, επωφελήθη την ευκαιρίαν διά να τον πειράξη. Και ηκούσθη η φωνή του να απευθύνη κατά του Μανώλη σκωπτικόν βέλος: Τη μαντινάδα δυο βολές δεν πρέπει να τη λέης, Γιατί θαρρούν η κοπελιές πως άλλη δεν κατέεις.

Μανώλη, του είπε μίαν εσπέραν με ήρεμον αυστηρότητα. Ο καιρός απού θαρραβωνιαστής την Πηγή εσίμωσε, μόνο πρέπει να συμμαζωχτής. Όλοι οι ντεληκανίδες κάνουνε κουζουλάδες, μα εσύ το παράκαμες. Άλλη βολά δε θέλω να μιλήσης τση Ζερβουδοπούλας, γιατί θα γεννούμ' από δυο χωριά. Ο Μανώλης τον ητένισε με αυθάδη αταραξίαν. — Άδικα τα χάνεις τα λόγια σου, είπε.

Όλοι οι συγγενείς, θείοι και θείαι, και η μεγάλη αδελφή του Μανώλη μετά του συζύγου της, ήλθαν να χαιρετίσουν τον επανελθόντα αποστάτην· και εις όλων τα πρόσωπα έλαμπεν η χαρά, ως εάν ο πρωτότοκος του Σαϊτονικολή ήτο νεκρός και ανέστη. Απέφυγαν όμως τας συνήθεις θωπείας, διότι εγνώριζαν ότι τα φιλήματα τον εξηγρίωναν σχεδόν όπως οι ραβδισμοί.

Αλλά το μόνον το οποίον ενόησεν εκ των λόγων της χήρας ήτο ότι τον εσυμβούλευε να παραιτηθή από την θυγατέρα της. Και με πείσμα είπεν: — Εγώ θα τήνε πάρω θέλει και δε θέλει! Η στενοχώρια του Μανώλη διά την αποπομπήν του δεν διήρκεσε πολύ.

Από τας πρώτας φροντίδας του Μανώλη ήτο να κάμη γνωστήν εις την θυγατέρα της χήρας την μεταβολήν της καταστάσεώς του, αφού χάριν αυτής είχε γίνει καφετζής. Ζωσμένος λοιπόν ως ποδιάν μαντήλι χρωματιστόν, επέρασε προ της οικίας της Ζερβούδαινας, όταν δε είδε την Μαργήν, της εφώναξεν: — Αι! ... είντά 'χεις εδά να πης, Μαρούλι; Δεν είνε μόν' ο Σμυρνιός καφετζής· είνε κιάλλος.

Εγώ τελειωτικό λόγο δεν ήδωκα με το Θωμά· και σα δε θες την κοπελιά, να του πω να τη δώση του Τερερέ απού τήνε θέλει και την εζήτηξε κιόλας. Ο Μανώλης εταράχθη, αλλ' εξηκολούθησε να σιωπά. — Να του 'πω του Θωμά πως δεν τη θες την Πηγή και να τήνε δώση του Τερερέ; ηρώτησε και πάλιν ο Σαϊτονικολής εντονώτερα. Ιδρώς αγωνίας εφάνη εις του Μανώλη το μέτωπον, μέχρι του οποίου είχε φθάσει το ερύθημα.

Άκουσε, Μανώλη, είπε μετά το δείπνον ο Σαϊτονικολής προς τον υιόν του· απόψε 'μίλησα με το Θωμά στη στράτα, κεσυβάσθηκε να σου δώση το Πηγιό. Για πε μου θες και συ να σε παντρέψωμε; Ο Μανώλης όχι μόνον δεν απήντησεν, αλλά και έσκυψε την κεφαλήν τόσον, ώστε να μη φανή η χαρά, ήτις εξήστραψεν εις τα μάτια του. — Δε μιλείς; του είπεν εκ νέου ο Σαϊτονικολής. Ο Μανώλης έσκυψεν ακόμα περισσότερον.

Κιο Θωμάς δε λες; ... Καταχαρούμενος ο συμπέθερος. Ακόμη κιό Στρατής. Επίστευγες του λόγου σου πως ο Στρατής θάλεε ποτέ του το καλό του Μανώλη; Ο Μανώλης κατέβαινεν ενίοτε κρυφίως εις το χωριό, αλλ' ουδέποτε μετέβη εις το πατρικόν του σπίτι. Ο Σαϊτονικολής του είχε μηνύση ότι τον εσυγχώρει διά το παρελθόν, αλλ' υπό τον όρον πάντοτε να νυμφευθή την Πηγήν.

Αλλά και αν εγνώριζεν ότι η κόρη της επροτίμα τον Σμυρνιόν, η απορία της δεν θα ήτον μικροτέρα, διότι εις την γνώμην της δεν ηδύνατο να υπάρξη σύγκρισις μεταξύ του Μανώλη και του Σμυρνιού. Τι ήτο συγκρινόμενος προς τον Μανώλην ο τριαντάρης Σμυρνιός, ο κοντός και σχεδόν καχεκτικός; Η Καλλιώ επωφελήθη και την ημέραν εκείνην την ευκαιρίαν διά να συνηγορήση υπέρ του Μανώλη.