United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


επτά μέρη τα χώρισε• μ' ευχαίς επρόσφερ' ένα των Νυμφών άμα και του Ερμή, 'που γέννησεν η Μαία• 435 τ' άλλα εις καθέναν μέρασεν• αλλά τον Οδυσσέα με ολόκληρην ετίμησε την νεφραμιά του χοίρου, και την ψυχήν εφαίδρυνε με τούτο του κυρίου. τότε ο πολύγνωμοςαυτόν ωμίλησ' Οδυσσέας• «Ως σ' αγαπώ να σ' αγαπά, φίλε, ο πατέρας Δίας, 440 αφού τον άμοιρον εμέ τιμάς με τέτοια δώρα».

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Ακριβέ ξένεότι κανείς των ξένων από πέρα 350 συνετός τόσο και ακριβόςτο δώμα μου δεν ήλθε, τόσ' είναι σύνεσις πολλή και σκέψις 'ς ό,τι λέγεις,— τώρ' έχω εγώ γερόντισσαν, γνώσιν και νουν γεμάτην, αυτήν, 'που γλυκανάστησε τον άμοιρον εκείνον, και απ' της μητρός του την κοιλιά τα χέρια της τον πιάσαν· 355 αυτή, και ας είναι αδύναμη, τα πόδια θα σου νίψη.

Επεθύμει να εξαπατηθή και αύτη, καθώς τόσοι άλλοι. Να πάθη και αυτή από μίαν γλυκείαν αυταπάτην και να ιδή τον άμοιρον άνδρα της, έτσιτα ψέματα, και αυτή, μίαν στιγμήν ωραίαν, τον άνδρα της, οπού απώλεσε πλέον διά παντός, της εφαίνετο. Η αλήθεια είνε πικρά πολλάκις και φαρμακώνει, αλλά η απάτη είνε γλυκεία και ηδονική, ως ο καρπός του Δένδρου της Γνώσεως εν Εδέμ.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησεν εκείνης• 830 «Και αν θεός είσαι, και θεού συ την φωνήν ακούεις, και για τον άλλον λέγε μου, τον άμοιρον εκείνον, αν είναι ακόμητην ζωή, του Ηλιού το φως αν βλέπη, ή απέθανε, κ' ευρίσκεταιτην κατοικιά του Άδη». Και το θαμπό το φάντασμα απάντησεν εκείνης• 835 «Γι' αυτόν εγώ δεν θα σου ειπώ ρητώς αν ζη ακόμη, ή απέθανε- κ' είναι κακό να λέγωνται τα μάταια».

Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, και ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα, Τηλέμαχος, τα εύμορφα σανδάλια του εποδέθη, λόγχην εφούκτωσε βαρειά, και, ως ήταν κινημένος να πάητην πόλιν, έλεγε προς τον χοιροβοσκόν του• 5 «'Στην πόλιν αποφάσισα να υπάγω, γέροντά μου, όπως η μάννα μου με ιδή• γιατί δεν θέλει παύση πικρά να κλαίη, να θρηνή, να βαρυαναστενάζη, πριν ή με ιδούν τα μάτια της• και σε το εξής προστάζω• τούτον τον ξένον άμοιροντην πόλι θα οδηγήσης, 10 κει να ζητεύη• του πτωχού θα δώσ' όποιος θελήση χαψιά ψωμί, ρουφιά κρασί• και ως προς εμέ, να τρέφω κάθ' άνθρωπον δεν δύναμαι, με τόσα πάθη 'πώχω. κ' εάν ο ξένος χολευθή, χειρότερα θα πάθη• και την αλήθεια καθαρά μ' αρέγει να προφέρω». 15