United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού τώθελε ο Μόχογλους κη μπιστόλα του να γίνη τούρκος, ήτον αναγκασμένος να γίνη. Και δεν ήτο το ίδιο; Δεν θα πήγαινε πεια στην εκκλησία, αλλά στο τζαμί, δεν θα λεγότανε Γιάννης, αλλά Τζαφέρης. Και πάντα θα κολαζότανε. Μπορούσε να παραβή την προσταγή τον τυράννου και χωρατά αν του τώκαμε; Ενώ έτσι σκεπτότανε, αναστέναζε κέλεγε: — Άχι!

Άιντε δα, είπεν ο Μόχογλους, και να μην ακούσω πως πίνεις κρασί. Κατές πως ο προφήτης μας είπε να μην πίνωμε κρασί. Εγώ που θωρείς δεν το βάνω ποτέ στο στόμα μου. Είνε μεγάλο κρίμα. Ντοαλέρ , Τζαφέρ αγά! Ο Μόχογλους, αφού έβαλε την μπιστόλα στη μέση του, εφτέρνισε τάλογό τον κέφυγε· κιο Σιφογιάννης έμεινε στο δρόμο μόνος με την απελπισία του.

Και κατές είντα μούπε; Σε 'δε, λέει, πως δεν είσαι καλός χριστιανός, γιατί πήαινες να δουλέψης μέρα σκόλη, και γιαυτό 'βαλε στο νου του να σε κάμη Τούρκο. — Η αμαρτία, μουρμούρισε η Σιφογιάννενα. — Δε σας είπα πως ο Μόχογλους δεν είνε κακός; Μαγάρι νάσαν κιάλλοι Τούρκοι σαν κιαυτόν. Μόνο να μην είνε στα μεράκια και τα μπουριά του. Ώστε να με δη, ένιωσε γιατί πήα κιάρχιξε να γελά.

Ο Μόχογλους έπινε κρυφά, αλλά δεν έπινε για τούτο και το λιγώτερο. Στα πέντε λεπτά, που περίμενε ο Σιφογιάννης, συλλογιζότανε σε τι διάθεση θαύρισκε άρα γε τον Αγά. Κιαν ήτο στα δαιμόνιά του, τι κακό να τον περίμενε. Θυμότανε τα λόγια της γυναίκας του και μετανοούσε που δεν την άκουσε.

Μια φορά που ο Μόχογλους τούπε να γίνη Τούρκος, πώς μπορούσε να παρακούση; Η τιμωρία του θα ήτο θάνατος, αφού και χωρίς αιτία σκότωνε.

Κιως Αγάς ήτον απόλυτος κύριος της ζωής και των περιουσιών των ραγιάδων, μάλιστα τα χρόνια κείνα της γιανιτσαρικής αναρχίας, που και κατώτεροι Τούρκοι έδερναν και σκότωναν Ρωμιούς, χωρίς να δίδουν ή να χρωστούν λογαριασμόν σε κανένα. Ο Μόχογλους δεν ήτο από τους χειρότερους Τούρκους. Είχε κάμει φοβερά πράμματα, αλλ' είχε και καλές στιγμές.

Ο Μόχογλους είχε στο στόμα ένα σαρδώνιο γέλιο· μαπό το σαστισμό του ο Σιφογιάννης κιαπό το δουλικό φόβο που δεν τον άφηνε να σηκώση το βλέμμα στο πρόσωπο του Αγά, δεν είδε τίποτε. Ανέβη ως τόσο στον ξερότοιχο με αρκετή δυσκολία από την τρομάρα που τον κρατούσε σ' όλα του τα μέλη. Τουρτούριζε ο κακομοίρης και τα δόντια του κτυπούσαν. Τότε ο Μόχογλους του είπε: — Ό,τι σου λέω να λες!

Τα σαλβάρια του ήσαν από γαλάζια τσόχα, στο κεφάλι φορούσε σαρίκι άσπρο και στη μέση του είχε μπιστόλες και γιαταγάνι. Ο Μόχογλους ήτο, ως είπαμεν, ο Αγάς, δηλαδή ο τιμαριούχος του Μοχού και της περιοχής του.

Ο Μόχογλους άγγιξε τη μπιστόλα και τούπε: — Δε θες; Καλλίτερος είσαι συ, γκιαούρη, από 'μένα πούμαι Τούρκος; — Όι, αγά. — Αι, να πης και γλίγωρα τση μπιστόλας, γιατί ανημένει. Και την ίδια στιγμή τράβηξε τη μπιστόλα. — Ό,τι θες, αγά. Ό,τι ορίζεις. Δικός σου είμαι. Χωρίς να βάλη στη μέση τον τη μπιστόλα, ο Μόχογλους τούπε: — Έβγα σαυτονέ τον τράφο, μωρέ!

Η υπηρέτρια εδιάλεξε τον καλλίτερο νέο από τ' Αβδού, πούτον χωριό της· κιο Αγάς τον έστειλε παραγγελία να πάρη την υπηρέτρια του· τον έστειλε μαζή κένα φυσέκι, που σήμαινε «αν αρνηθής, θα σκοτωθής». Ο νέος, εννοείται, δέχτηκε κιο γάμος έγινε. Κουμπάρος ο Μόχογλους με αντιπρόσωπο. Μετά μια δυο μέρες πήγε η νύφη να χαιρετήση τον Αγά. Κιο Μόχογλους της είπε: — Αρέσει σου, μωρή, ο γαμπρός;