United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μην πάτε μακρυά· εφώναξεν αίφνης αυστηρώς από της θέσεώς της η Κυρά Ρήνη. Τα παιδία έμειναν εις την θέσιν των, όπου ευρέθησαν έκαστον, φρικιώντα από κεφαλής μέχρι ποδών Αλλά μετά μικρόν συνελθόντα εξηκολούθησαν τα παιγνίδιά των εντός του κήπου ήδη. — Δόσε μου τα χτένια μουδος μου τα μπερτσέμνια μου! εφώναζεν η Μάρω. — Έλα, πιάσε με· επανέλεγεν ο Γιάννος.

Μα γλήγορα άκου με· έρχουμαι με μήνημα απ' το Δία, που λέει, χολιάσανε οι θεοί, κι' αφτός πιο πρώτα απ' όλους σου τόχει αφτό παράπονο, που στα καράβια ακόμα 135 βαστάς τον Έχτορα άθαφτο και δεν τον δίνεις πίσω. Μον άσε πια, και του νεκρού την ξαγορά έλα, δέξου

Τότε έλαβα το σπαθί εις το χέρι μου, όχι με σκοπόν να θανατώσω μίαν τέτοιαν νέαν, αλλά διά να καταλάβω την γνώμην της· σας βεβαιώνω, ότι ήμουν ευχαριστημένος να αποθάνω εγώ χίλιες φορές, παρά αυτή μίαν, δι' αφορμήν ιδικήν μου· και όταν επλησίασα εις αυτήν με το νεύμα και τα κινήματα των ματιών με έκαμε να καταλάβω ότι αυτή είνε ευχαριστημένη να αποθάνη παρά να ιδή εμένα θανατωμένον· τότε έρριξα το σπαθί εις την γην και λέγω του Τελωνίου· μη γένοιτο να θανατώσω εγώ μίαν τέτοιαν άπταιστον και αθώαν, που ποτέ δεν την είδα· ιδού είμαι εις την εξουσίαν σου, θανάτωσέ με· αλλ' εγώ δεν γίνομαι άδικος φονεύς.

Μη θλίβεσαι, μου λέγει η νέα· η θλίψις σου θέλει μετατραπεί εις αγαλλίασιν. Θεώρησέ με· εγώ δεν είμαι κακοκαμωμένη δεν έχω παρά δέκα οκτώ χρόνους, και στοχάζομαι να μην είμαι άσχημη.

ΠΑΡΗΣ Αυτός είν' ο εξόριστος Μοντέκης, ο αυθάδης, εκείνος οπού έχυσε το αίμα του Τυβάλτη, και ν' αποθάνη έκαμε τ’ ωραίον τούτο πλάσμα από την λύπην. Κ' έρχεται ακόμη να υβρίση και τα θαμμένα των κορμιά! Να τον συλλάβω πρέπει. — Σταμάτησε το έργον σου, ανόσιε Μοντέκη! Και πέραν απ' τον θάνατον εκδίκησιν γυρεύεις; Κατάδικε τρισάθλιε, σε συλλαμβάνω. Έλα, υπάκουσέ με· πήγαινε μαζή μου. Θ' αποθάνης!

Συμπάθησέ με, Ελπίδα, συμπάθησέ με· είπε με θλιμμένη φωνή. Δεν ήθελα να δείξω άλλο από το θαυμασμό μου. Το θαυμασμό μου σε σένα και στο έργο σου. Έλα, κάτσε κοντά μου κ' έχω κάτι να σου μιλήσω ακόμα. Έλα, να ζήσης ... — Τι θες ; είπεν η κόρη πισωγυρίζοντας. — Πες μου σε παρακαλώ. Μα θα μου ειπής την αλήθεια; — Γιατί όχι; Εγώ ψέματα δεν έμαθα. Η αλήθεια είνε το μοναχό στολίδι μου.

Και θα τους ωδήγει εις όλην την αλήθειαν και θα εδείκνυεν αυτοίς τα μέλλοντα. «Εκείνος δοξάσει Με· ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν». «Και νυν προς τον Πατέρα Μου πορεύομαι· μικρόν και ου θεωρείτε Με, και πάλιν μικρόν και όψασθέ Με». Η αβεβαιότης περί του τι ενόει έκαμε τους μαθητάς και πάλιν να διαπορήσωσι προς αλλήλους.

Αν έχης «Ελαφρά τα ποδάρια, «Και στήθος, ακολούθα με· «Τρίξε και συ μ' εμένα· «Μας φεύγει, η ώρα.» — Γνωρίζω την φωνήν σου. Οδήγει. — Οι βράχοι φεύγουσι Τώρα υπό τα πατήματα Συχνά, φεύγουν οπίσω Σπήλαια και δένδρα· Των ποταμών πλατέα Νερά, βαθέα λαγγάδια, Έρημα μονοπάτια, Δάση, βουνά, χωράφια, Φεύγουν οπίσω.

Έλα, άφησε αυτή τη στάση· μάθε ότι εγώ είμ' αρκετός να σε ξαρματώσω τώρα με τούτο το ραβδί, και να κάμω να πέση το σπαθί σου. ΜΙΡ. Αν μ' αγαπάς, πατέρα! ΠΡΟΣΠ. Άφησέ με, μην πιάνεσαι από τα ρούχα μου. ΜΙΡ. Αφέντη, λυπήσου με· εγώ του γένομ' εγγυήτρα. ΠΡΟΣΠ. Σιωπή! Αν ειπής ένα λόγο ακόμα, με κάνεις να σε μαλώσω, και μη χάσης και την αγάπη μου! Να μιλής εσύ για έναν ψεύτη!

Είναι καιρός να σ' οδηγούν και να σε κυβερνήσουν εκείνοι, οπού το σωστόν καλλίτερά σου 'ξεύρουν. ’Σ της αδελφής μου γύρισε, παρακαλώ, κ’ ειπέ της ότ' είχες άδικον. ΛΗΡ Εγώ, συγγνώμην να ζητήσω! « Ω κόρη μου, θα της ειπώ, αλήθεια είμαι γέρος, » κ’ είναι οι γέροι περιττοί. Εμπρός σου γονατίζω· » ελέησέ με· φαγητόν, ρούχα, κρεββάτι δος μου». ΡΕΓ. Φθάνουν οι άνοστοι αύτοι αστεϊσμοί, αυθέντα.