United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόχα χαρά μου τότε εγώ ν' απλώνω την αρίδα στα πλοία ομπρός, τι τόλπιζα πως θαν τα κάνω στάχτη. 260 Πολύ όμως τώρα σκιάζουμαι το γλήγορο Αχιλέα, τι με το πάθος τ' άπιαστο που βγήκε αφτός, :θαρρείτε στον κάμπο θα περιοριστεί, όπου Αχαιοί και Τρώες μοιράζουν κονταριές, εδώ στη μέση πολεμώντας, και δε θα στήσει πόλεμο για τέρια μας και κάστρο; 265 Μον πάμε πίσω, ακούστε με· τι να τι θα μας τύχει.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Εις μέρος όπου έμαθα πως ήτον αμαρτία ν' αντισταθώ ‘ς την γνώμην σου και εις το θέλημά σου. Ο άγιος πνευματικός μ' επρόσταξε να πέσω γονατιστή ‘ς τα πόδια σου, συγγνώμην να ζητήσω. Συγχώρησέ με· ‘ς το εξής θα κάμω ό,τι θέλεις. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Τον Πάρην να μηνύσετε! Αμέσως να τα μάθη! Και αύριον πρωί πρωί το πράγμα να τελειόνη.

Τότε αυτοί εφώναξαν βλέποντάς με· ιδού, ω αυθέντη, εκείνος ο άνομος κλέπτης, ο οποίος λαμβάνει την τόλμην να παρουσιασθή εις την αυλήν σου· Μεγάλε κριτά, σε παρακαλούμεν να μας διαφεντεύσης. Εγώ τότε επλησίασα εις τον Κατή διά να ειπώ τα δίκαιά μου, μα μην έχοντας δώρα διά να του προσφέρω, δεν ηθέλησεν ούτε να με ακούση· αλλά επρόσταξε, και με εφυλάκωσαν.

Αν λοιπόν έχης την ιδέαν να μείνης σταθερός εις εκείνα τα οποία προ ολίγου απεφασίσαμεν, εγώ δηλαδή να διευθύνω την συζήτησιν όπως νομίζω ότι ημπορεί καλύτερα να γείνη το πράγμα φανερόν, ακολούθει με· αν δε δεν θέλης, σε αφήνω ήσυχον, εάν τούτο σ' ευχαριστή. Πρωταγόρας Απεναντίας, είπε, σωστά λέγεις και εξακολούθησε καθώς ήρχισες.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Δεν βαρύνεσαι; Θα τρέξω άνω κάτω, θα ετοιμάσω κάθε τι κ' ησύχασε, γυναίκα· ‘ς την Ιουλιέταν πήγαινε κ' ιδέ τα νυμφικά της. Δεν πάγω ‘ς το κρεββάτι μου απόψε. Άφησέ με· θα κάμω την 'νοικοκυράν. — Ποιος είν' εκεί; — Κανένας! Εβγήκαν όλοι! Το λοιπόν μονάχος μου πηγαίνω εις τον γαμβρόν, δι αύριον να τον προετοιμάσω.

Εξέρχεται ΠΟΛΩΝΙΟΣ με τους ΗΘΟΠΟΙΟΥΣ εκτός του Α'. Φίλε μου παλαιέ, άκουσέ με· δύνασαι να παραστήσης τ ο ν Φ ό ν ο ν τ ο υ Γ ο ν ζ ά γ ο υ; Α’ ΗΘΟΠΟΙΟΣ Δύναμαι, Κύριέ μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Αυτή η παράστασις θα δοθή αύριο το εσπέρας, θα ημ- πορούσες, αν ήναι ανάγκη, να σπουδάσης μίαν ομιλίαν, όσο δώδεκα ή δεκάξι στίχους, οπού ήθελε συνθέσω και προσθέσω εγώ εις το δράμα; Το κάμνεις;

Κι' ήρθε από πάνου στάθηκε στην κεφαλή μου κι' είπε «'Κοιμάσαι, γιε του μαχητή, του φημισμένου Ατρέα; 60 Όλη τη νύχτα ο προεστός δεν πρέπει να κοιμάται, πούχει πολλά να νιάζεται, λαούς να διαφεντέβει. Μον γλήγορα άκου με· έρχουμαι σταλμένος απ' το Δία, που κι' απ' αλάργα σε πονάει και σ' ακριβοφροντίζει.

Απεκρίθη η βασιλοπούλα· και πώς θέλεις να θανατώσω ένα που δεν γνωρίζω, και αθώον; Λέγει της έπειτα· τούτο λοιπόν σε δείχνει πταίστριαν· ύστερα γυρίζει προς με· αλλά συ γνωρίζεις αυτήν; Εγώ του απεκρίθην· και πώς να την γνωρίσω, ενώ τώρα μόνον την βλέπω; λοιπόν λάβε αυτό το σπαθί και θανάτωσέ την, εάν δεν την γνωρίζης, και έτσι θέλω σε ελευθερώσει, μου είπε.

Είχα όμως και ώρας ωρισμένας που επήγαινα εις τον βασιλέα καθημέρα, και εκεί συναναστρεφόμουν με τους πρώτους άρχοντας του παλατίου, οι οποίοι έδειχναν μεγάλην αγάπην προς με· και διά την περιέργειαν που είχον συχνάκις με ερωτούσαν διά να τους πληροφωρήσω περί της Βαβυλώνος, διά τά ήθη, διά τους νόμους και, διά τα στρατεύματα και εισοδήματα του βασιλέως της, ομοίως και εγώ είχον τοιαύτην περιέργειαν διά να πληροφορηθώ παρ' αυτών διά όσα αυτοί εζητούσαν παρ' εμού.