United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι όμως όλοι το τρώνε τριγύρω κι από μένα κρυφό το κρατούν· με κοιτούν όπου κάμω όπου γύρω, αν πεινώ κι εγώ λες και ρωτούν· και καθένας ωστόσο το ξέρει πως εγώ δεν απλώνω το χέρι. Πως το ξένο ψωμί δε γυρεύω, λεημοσύνη δε θέλω να βρω κι ό τι οι άλλοι κερδίσαν δεν κλέβω· το δικό μου ψωμί λαχταρώ, το ψωμί το γλυκό που χορταίνει, που μονάχος κάνεις το κερδαίνει.

Χρειάζεται μόνο να χάση κάποιον, που μαζί του είναι τόσο σφιχτά δεμένος, ώστε να έχη το συναίστημα πως πήρε και τη δική του ψυχή μαζί. Σχεδόν κάθε βράδι έρχεται και με βρίσκει ο Σβεν. Δεν έρχεται όταν το θέλω ή όταν τον παρακαλώ ναρθή. Δεν έρχεται όταν κλαίω, όταν τον λαχταρώ και του απλώνω τα χέρια και φωνάζω τόνομά του. Όταν δεν τον υποψιάζουμαι, τότε τον βλέπω καθισμένον κοντά μου.

Αχ! τότε σαν ακόμη παραζαλισμένος απ' τον ύπνο απλώνω τα χέρια μου προς αυτήν και τη στιγμή εκείνη ξυπνώχείμαρρος τα δάκρυα ξεσπούν από τη βαρεία καρδιά μου και κλαίοντας απαρηγόρητα αποβλέπω προς το σκοτεινόν μέλλον. 22 Αυγούστου. Δυστυχία μου, Γουλιέλμε! Η ενεργητικές μου δυνάμεις επαγιδεύτηκαν μέσα σε μιαν ανήσυχην αργία· δεν μπορώ να είμαι αργός, και όμως τίποτε δεν μπορώ να κάμω.

Τόχα χαρά μου τότε εγώ ν' απλώνω την αρίδα στα πλοία ομπρός, τι τόλπιζα πως θαν τα κάνω στάχτη. 260 Πολύ όμως τώρα σκιάζουμαι το γλήγορο Αχιλέα, τι με το πάθος τ' άπιαστο που βγήκε αφτός, :θαρρείτε στον κάμπο θα περιοριστεί, όπου Αχαιοί και Τρώες μοιράζουν κονταριές, εδώ στη μέση πολεμώντας, και δε θα στήσει πόλεμο για τέρια μας και κάστρο; 265 Μον πάμε πίσω, ακούστε με· τι να τι θα μας τύχει.

Μάταια απλώνω τα χέρια μου προς αυτήν το πρωί όταν ξυπνώ από βαρειά όνειρα, μάταια την ζητώ την νύκτα στην κλίνη μου, όταν κανένα καλό, αθώο όνειρο με ξεγέλασε σαν να καθόμουν κοντά της στο λειβάδι και να κρατούσα το χέρι της και να το σκέπαζα με χίλια φιλήματα.

Όντας με βλέπης μη προγγάς, κρίνε μου όντας σου κρένω Και γέλα μ' όντας σου γελώ, κι' όντας απλώνω χέρι Γείρε μου εσύτην αγκαλιά, δος μου τα δυο σου αχείλη. Τ' άκουσα που το τραγουδούν απάνουτα λουμάκια Του λόγγου τ' άγρια πουλιά πώς αγαπά η καρδιά σου, Πως διάλεξε αγαπητικόν τον δράκοντα τον Ήλιο.