Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Ο Γλαύκος ζη, αυθέντα, και αν άπαξ με ίδη, συ δεν θα με ίδης πλέον ποτέ! Και τότε ποίος θα σου ανεύρη την κόρην; — Τι να κάμωμεν; ποίον μέσον θεραπείας υπάρχει; τι θέλεις να επιχειρήσωμεν; ηρώτησεν ο Βινίκιος. — Ο Αριστοτέλης μας διδάσκει ότι πρέπει να θυσιάζωμεν τα μικρά διά τα μεγάλα.
Όταν δε τω ανήγγειλον τούτο δεν επίστευσε και μετέβη ο ίδιος διά να ίδη τον πώλον. Παραγγείλας δε εις τους υπηρέτας του να μη φανερώσωσιν εις κανένα το γεγονός, εσκέπτετο πολλά καθ' εαυτόν.
Εδιάλεξα τρία κομμάτια που μου άρεσαν, και χωρίς να του ζητήσω τιμήν του έρριξα την σακκούλαν με τα φλωριά και του είπα· πληρώσου διά αυτά και όσα μείνουν δος μου τα οπίσω. Έμεινε αυτός εκστατικός εις το να ιδή εις εμένα μίαν τέτοιαν γενναιότητα, και αφού επληρώθη και μου έδωσε τα λοιπά φλωριά οπίσω, μου είπεν.
— Σωστά σου λέγει η γερόντισσα και να την ακούης, είπεν ο ιατρός προς τον τυφλόν. Αλλ' εκείνος έσεισε την κεφαλήν, εν σιωπή. Δεν ηπατάτο ο δυστυχής ως προς το μέλλον. Εγνώριζεν ότι δεν θα ίδη το φως ενόσω εισέτι έμενεν επί της γης!
Ο πόνος της καρδιάς γεμίζει ωσάν ψωμί το αδειανό στομάχι των δυστυχισμένων. Αφού επερπάτησε δέκα όλαις ώραις, εκάθισεν από κάτω από μίαν καστανιά ν' αναπαυθή. Ακόμη όμως δεν είχε καλοκαθίση, και την ετρόμαξαν δύο τουφεκιές και το γαύγισμα βραχνού σκύλου. Εγύρισε να ιδή τι τρέχει και είδεν ένα σύννεφο πουλιά που έφευγαν φοβισμένα.
Ήτο δύσκολον να περάση ημέρα χωρίς να την ίδη μίαν φοράν τουλάχιστον και άλλος προσεκτικώτερος του Μανώλη θα έφθανεν εκ τούτου εις το συμπέρασμα ότι η χήρα επεδίωκε την συνάντησίν του. Αλλ' ενώ κατά τας άλλας ημέρας η συνάντησις εκείνη δεν δυσηρέστει τον Μανώλην, την ημέραν εκείνην τον ανησύχησε. Παραδόξως όμως η Καλιώ δεν εφαίνετο θυμωμένη. — Ως πού, Μανωλιό; τον ηρώτησεν.
Ο Καλίφης, αφού τον εχαιρέτησε με όλον το σέβας, του είπε· πως έχοντας ακούσει από πολλούς την φήμην του καλού του ονόματος δεν ημπόρεσε να υποφέρη που να μην έλθη να τον απολαύση, και να λάβη την τιμήν να ιδή με τα μάτια του τα όσα ήκουσε να του διηγηθούν.
Έφθασε το λοιπόν η ογδόη ημέρα, και η Γαντζάδα έστειλε και με έκραξε διά να ιδή το τι απεφάσισα· υπήγα εις τον χοντζερέ της και την ηύρα καθημένην εις ένα θρονί περιτριγυρισμένην από τες σκλάβες της, και είχε θεωρίαν περισσότερην ενός κριτού αυστηρού, παρά μιας αγαπητικής·
Του έδωκεν υποσχέσεις, τον εφοβέρισεν ότι θα εκολάζετο, του είπεν ότι η μητέρα του έκλαιεν επιθυμούσα να τον ίδη, αλλ' έμεινεν αμετάπιστος· μόνον δε όταν του είπεν ότι, επιμένων να μη πηγαίνη εις την εκκλησίαν και να μη μεταλαβαίνη, θα εγίνετο Τούρκος, διότι και οι Τούρκοι ούτε εις την εκκλησίαν πηγαίνουν, ούτε μεταλαβαίνουν, ήρχισε να σκέπτεται και επί τέλους συγκατένευσεν.
Άρπαξε ένα σκοινί απ' την πρύμη, τώκανε θηλειά κ' έσκυψε στην κουπαστή να το περάση στο κουφάρι. Καθώς έσκυβε, ένα κύμα ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι απ' το νερό, που έμοιαζε σαν να είχε γυρίσει να ιδή ποιος σκύβει από πάνω του. — Μπα! έκανε ο βαρκάρης, περνώντας του τη θηλειά στη μέση. Ο Καπετάν-Πρέκας!... Αυτός δεν είναι; Το παιδί έσκυψε απάνω στο κουφάρι και τρέμανε τα κατασάγονά του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν