United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνον οι διερχόμενοι ενίοτε από την οικίαν της γραίας Αχτίτσας, αποθανούσης μετά τινας μήνας εκ της λύπης της, διότι δεν ηδύνατο να βλέπη ανύπανδρον την μοναχοκόρην της, ήκουον πένθιμον φωνήν μαυροφορούσης κόρης, ήτις ετραγώδει ως να εμοιρολόγει κάτω εις την σκοτίαν και τας αράχνας του κατωγείου. Νύσταξ' η Πανίτσα και πάει να κοιμηθεί κ' η μάννα τσ' δεν το ξέρει πως δε θα σηκωθή . . .

Και μετ' ολίγον εν τη σιγή της νυκτός, υπό το παμφαές φέγγος της πανσελήνου του Δεκεμβρίου ηκούετο φαιδρόν άσμα πτερυγίζον εδώ κ' εκεί ως να προσέπαιζεν εντός της ομίχλης των ελαιοδένδρων. Όλαι ηκροώντο. Δίψασ' η Πανίτσα και πάει να πιη νερό, κ' η μάννα τς δεν το ξέρει, πως έκαμε γαμπρό. Νύσταξ' η Πανίτσα και πάει να κοιμηθή κι' η μάννα τς δεν το ξέρει, πως θα στεφανωθή.

Μετ' ολίγον, ο κυρ-Δημάκης, πάντοτε σκυθρωπός και συννεφιασμένος, ως άνθρωπος μέλλων ν' αυτοκτονήση, απεκοιμήθη, νομίσας ότι καθησύχασεν ούτω την γραίαν, ίνα εγερθή την πρωίαν. Κάτω δε εις το κατώγειον φως έλαμπεν ακόμη από τας χαραμάδας του πατώματος και φωνή γλυκεία ηκούετο σιγά-σιγά άδουσα: Νύσταξ' η Πανίτσα και πάει να κοιμηθεί κ' η μάνα τς δεν το ξέρει πως θα στεφανωθή.

Και μαθούσα παρά του κυρ-Δημάκη το προσφιλές του τραγούδι, υπέψαλεν αυτά την νύκτα η γλυκεία κόρη, κεντώσα τον καλόν χιτώνα της, παρά την λάμψιν της εστίας, κάτω εις το κατώγειον, αόρατος και ημέραν και νύκτα, ενώ η γραία Αχτίτσα, κατάκοπος ερχομένη από τον ελαιώνα, έπιπτε ξύλο κούτσουρο: Δίψασ' η Πανίτσα και πάει να πιη νερό και η μάννα τς δεν το ξέρει πως ίκαμε γαμπρό.