United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΡΩΜΑΙΟΣ Καλά· σου το υπόσχομαι. Να σε ιδώ, ποιος είσαι; Του Μερκουτίου ο καλός ο συγγενής, ο Πάρης! Τι μ' έλεγεν ο δούλος μου ‘ς τον δρόμον; και τα λόγια δεν τα επρόσεχα εγώ ‘ς την ταραχήν μου μέσα; Ο Πάρης να στεφανωθή την Ιουλιέταν ήτον; Αυτό μου είπε; ή εγώ το είδα στ’ όνειρόν μου; Ή επειδή επρόφερεν ο Πάρης τ’ όνομά της, τα εφαντάσθηκεν αυτά ο σαλευμένος νους μου; — Δος μου το χέρι.

Η άλλη, η ύπανδρος αδελφή, η Μαργαρώ, αποτόμως όπως έγεινεν ο γάμος της, είχε κάμει πρόχειρα νυμφικά φορέματα, επειδή ούτε η Ελένη θα της παρεχώρει τα ιδικά της στολίδια, διά να στεφανωθή μ' αυτά, ούτε η Μαργαρώ θα τα εδέχετο.

Πολύ λογικόν και φυσικόν διά μήλα και σέλινα να υποβάλλωνται εις τόσους κόπους και να κινδυνεύουν να πνιγούν και να τσακισθούν, ως να ήτο δύσκολον να προμηθευθή μήλα όποιος τα επιθυμεί, ή να στεφανωθή με σέλινον ή πεύκον, χωρίς διά τούτο να πασαλείψη το πρόσωπόν του με πηλόν, ούτε να λακτίζεται εις την κοιλιά υπό των ανταγωνιστών του.

Ο ανιψιός του βασιλέως της Μπάσρας Αλής ονόματι, την αγαπούσε κατά πολλά· ο οποίος έμελλεν εις ολίγον καιρόν να την στεφανωθή, επειδή της είχε δώσει τον λόγον.

Εδόθη διά τότε η κυβέρνησις της βασιλείας εις τον βεζύρην Αλή, ο οποίος είχε στεφανωθή την βάγιαν μου, και ήτον άνθρωπος πολλά στοχαστικός, και φρόνιμος.

Ο γαμπρός αυτός, με τον οποίον προ πέντε εβδομάδων είχε στεφανωθή, ήτο «ταβατζίδικος», ήτοι διαφιλονεικούμενος, βλασφημημένος, είχεν άλλον αρραβώνα, τον οποίον διέλυσε προ μικρού, εις την γειτονεύουσαν νήσον, οπόθεν κατήγετο. Της έλεγαν ότι η πρώην πενθερά του είξευρε μάγια, ότι θα τον εμάγευε και θα τους έκαμνε κακόν. Πού είξευρε κι' αυτή η κακομοίρα; Αυτόν της έδωκαν, αυτόν επήρε.

Άλλους από λιοντάρια σώζω κι' άλλους σφάζω. Γιατί ο Καίσαρ ο Γαλέριος χωρίς εμένα βλαστημά και βαρυαναστενάζει ολοένα, όσο γυναίκα του κι' αν δεν με πέρνει. Γιατί πρέπει κι' αυτό να μάθης. Είνε τσιγκούνης και γέρνει. η πρόστυχη ψυχή του πάντα στον παρά και να στεφανωθή την κόρη λαχταρά κανενός της Ρώμης πατρικίου με μεγάλη προίκα. Όμως στον διάβολο κι' αυτός κι' αυτή και όλη των η κλίκα.

Μου φαίνεται παράξενον, απεκρίθη ο Μουφάχ, ότι το βασιλόπουλον της Βάρσας θα καταδεχθή να στεφανωθή την θυγατέρα μου Ζεμπρούδαν, και ότι εσύ θα είσαι εκείνος που θα θελήσης ετούτο το συνοικέσιον, τον καιρόν που δεν έλειψες να μου κάμης ότι κακόν ημπορούσες.

Ο βαφιάς βλέποντάς τον αποφασισμένον διά να στεφανωθή την θυγατέρα του, και βεβαιωμένος ότι τινάς διά περιδιάβασίν του τον έκαμε διά να λάβη κλίσιν με αυτήν, είπε με τον εαυτόν του. Κάμνει χρεία να του ειπώ πως προίκα καμμιάς λογής δεν έχω να της δώσω, και με τούτο θέλει τραβηχθή να μη μου μιλήση άλλο.

Ο Νειόγαμπρος είχε στεφανωθή την προ πέντε εβδομάδων Κυριακήν, και ο γάμος δεν είχε σαραντήσει ακόμα. Επί δύο ώρας ο Καλούμπας και ο Νειόγαμπρος επερίμεναν τον Μπαμπούκον πότε να έλθη διά να λύσουν την μπαρούμαν καί αποπλεύσουν. Επί δύο ώρας ο Μπομπούκος έτρεχεν από βράχον εις βράχον, από μονοπάτι εις κρημνόν, κυνηγών τον υιόν του τον Πάπον. Οι άλλοι δύο υιοί του γέρο-Μπαμπούκου έλειπαν.