Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Πραγματικώς δεν ήσαν χωρικού υπόδεσις αι εμβάδες μου. Τας ηγόρασα εις Τήνον και έκοψα τα πτερά όπου αι ταινίαι εδένοντο, νομίσας ότι ήρκει τοσαύτη προφύλαξις. Δεν προείδα ο άθλιος ότι το σχήμα των ηδύνατο να με προδώση, αλλ' ουδέ μου είχεν έλθει εις τον νουν ότι ήθελα ποτέ εκληφθή ως κατάσκοπος. ― Βάλετε τον εις την φυλακήν, διέταξεν ο Αγάς.

Ο Κλέων, νομίσας εις τας αρχάς ότι παρεχώρει την θέσιν του με λόγους μόνον, ητοιμάζετο να δεχθή· εννοήσας όμως ότι ούτος ήθελε τωόντι να παραδώση εις αυτόν την στρατηγίαν υπεχώρησε λέγων ότι όχι αυτός, αλλ' ο Νικίας ήτο στρατηγός.

Τούτο εννοήσας ο Ακρίσιος, ο οποίος είνε γέρων άγριος και ζηλότυπος, κατελήφθη υπό αγανακτήσεως και νομίσας ότι η κόρη είχεν εραστήν, την έκλεισεν εις την κιβωτόν άμα εγέννησε. ΔΩΡ. Αυτή δε τι έκανε;

Του πλουσίου μεγάρου κάτοικοι, πλην των πολλών οικετών, αφώνων και σοβαρών ως ο οίκος, ήσαν δύο μόνοι· ανήρ και γυνή. Ο Θεός δεν είχε δώσει τέκνα εις αυτούς, νομίσας ίσως ότι τους ήρκει ο πλούτος· αλλ' είχεν όμως δώσει φίλους πολλούς εις τον πλούτον των, οίτινες επλήρουν πολλάκις την τράπεζαν αυτών κ' εφαίδρυνον ενίοτε τας αίθουσάς των.

Ο δε Δημοσθένης, διά να αρέση εις τους Μεσσηνίους, επείσθη νομίσας μάλιστα ότι και άνευ της δυνάμεως των Αθηναίων θα ηδύνατο μετά των ηπειρωτικών συμμάχων και μετά των Αιτωλών να επιτεθή κατά των Βοιωτών διά ξηράς.

Και οι μεν Αμμώνιοι ταύτα λέγουσιν ότι ηκολούθησαν εις τον στρατόν εκείνον. Ότε δε έφθασεν ο Καμβύσης εις την Μέμφιν, εφάνη εις τους Αιγυπτίους ο Άπις, τον οποίον οι Έλληνες καλούσιν Έπαφον. Εις την περίστασιν λοιπόν ταύτην όλοι εφόρεσαν τα κάλλιστα αυτών ενδύματα και επανηγύριζον. Ο βασιλεύς τους είδε και νομίσας ότι έχαιρον διά τας δυστυχίας του, προσεκάλεσε τους άρχοντας της πόλεως.

Φοβηθείς δε ο Άγις μήπως περικυκλωθή το αριστερόν κέρας και νομίσας ότι οι Μαντινείς εξετείνοντο πολύ, διέταξε τους Σκιρίτας και τους μετά του Βρασίδου συνεκστρατεύοντας να εξαπλώσουν μέρος των στρατευμάτων των και να εξισώσουν το κέρας των προς το των Μαντινέων· εις το κενόν δε το οποίον έμελλε να μείνη εις το μέσον διέταξε να προχωρήσουν και να παραταχθούν οι πολέμαρχοι Ιππονοΐδας και Αριστοκλής μετά δυο λόχων.

Ωχ, λυπήσου με! είπε φρικιών υπό το βλέμμα του ζωεμπόρου· σώνει πια, λυπήσου με!. . — Τι θέλεις; ηρώτησεν ούτος, νομίσας ότι ο άρρωστος παρεμίλει εκ του πυρετού. — Σώσε με, λύσε με από τον αφορεσμό!. . . Τα χρήματά σου, εγώ τα βρήκα τα χρήματά σου. . . — Εσύ 'σαι ο Νουλάς! — Εγώναί. Και ο Δημήτρης διηγήθη εις τον ζωέμπορον πώς έτυχε ν' ανεύρη τα χρήματά του και πώς τα διέθεσε.

Μετ' ολίγον, ο κυρ-Δημάκης, πάντοτε σκυθρωπός και συννεφιασμένος, ως άνθρωπος μέλλων ν' αυτοκτονήση, απεκοιμήθη, νομίσας ότι καθησύχασεν ούτω την γραίαν, ίνα εγερθή την πρωίαν. Κάτω δε εις το κατώγειον φως έλαμπεν ακόμη από τας χαραμάδας του πατώματος και φωνή γλυκεία ηκούετο σιγά-σιγά άδουσα: Νύσταξ' η Πανίτσα και πάει να κοιμηθεί κ' η μάνα τς δεν το ξέρει πως θα στεφανωθή.

Ενώ δε τινές των Ελλήνων ενησχολούντο εις το να λαφυραγωγήσωσιν όσους εκ των φονευθέντων έλαβαν εις την εξουσίαν των και ήσαν διά τούτο εις αταξίαν, νομίσας αρμόδιον καιρόν ο Κιουταχής, εφορμά ο ίδιος με όλους τους περί αυτόν ιππείς και προλαμβάνει τους Έλληνας έξω από τα οχυρώματά των· γίνεται λοιπόν συμπλοκή εκ του πλησίον, ώστε τα τουφέκια αποκατέστησαν άχρηστα.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν