Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Τω εφάνη ότι ησθάνετο παρουσίαν ανθρώπου όπισθεν της κεκλεισμένης θύρας. — Εδώ πρέπει να είνε, εψιθύρισεν. Επλησίασε και έκρουσε δειλώς. Παραχρήμα φωνή ηκούσθη έσωθεν. — Ποίος είνε; — Εδώ μέσα είσαι; ηρώτησεν ο Τρέκλας. — Εδώ, απήντησεν η φωνή. — Χαιρετίσματα απ' τον αδελφό σου, είπεν ο Τρέκλας. — Τον αδελφό μου; — Τον Μάχτο. Έτσι δεν τον λένε; — Τον είδες; — Τον είδα, και έχει σκοπόν να έλθη.

Η προθεσμία δεν ήρεσεν εις τον Γρηγόρην, τον υιόν της Μονεβασώς, ούτε ίσως εις αυτήν την Αφέντραν. Κατά συγκυρίαν δε, εκείνας τας ημέρας, αρρώστησε και αυτή η μητέρα του γαμβρού, η γραία Μονεβασώ. Κατά τινα στιγμήν, εις το τέλος μιας επισκέψεως του μνηστήρος, ενώ ούτος εξήρχετο της οικίας, μεταξύ της πόρτας και της σκάλας, η Αφέντρα σιγά-σιγά εψιθύρισεν εις τον αρραβωνιαστικόν της·

Κατ' αρχάς ανεκίνει με χάριν το λιγυρόν σώμα και την ωραίαν κεφαλήν της, ίνα αποτινάσση την χιόνα· αλλά μετά μικρόν κουρασθείσα και κατατρυχομένη υπό του ψύχους, την αφήκε να προσκολλάται επάνω της ελευθέρως. — Τι φοβερό! τι φοβερό πράγμα! όλοι μας ελησμόνησαν εψιθύρισεν ο Γιάννος κλαυθμηρώς. — Όχι και ο Θεός, Γιάννο μου· είπεν η Μάρω με γλυκείαν φωνήν

Ναι. . . θα σου πάρω!. . . εψιθύρισεν αφηρημένος. Κ' ενώ έσφιγγε τον μικρόν εις τας αγκάλας του, εμακάριζε τους αποθανόντας συντρόφους κ' ηύχετο να τους επανεύρη ταχέως. Το έβλεπε τεθλιμμένος ο Χειμάρρας, ότι δεν ήτο θέσις δι' αυτόν πλέον εδώ. Νέα εποχή ήρχισε, νέα ονόματα, νέα όπλα. . . Νέοι θεοί κατέβησαν εις την γην της Ελλάδος!. . .

Ο αφορισμένος είνε μία αθλία και φοβερά δύναμις, αποπνέουσα πανταχού μόλυσμα απαίσιον και δυσθεράπευτον της ψυχής. Το σώμα δύναταί τις πολλάκις να το εκθέση εις τους κινδύνους και τας τιμωρίας, αλλά την ψυχήν πρέπει να φυλάσση ως το πολυτιμότερον πράγμα του ανθρώπου. — Κ εγώ να ήμουνα δεν το έκανα, εψιθύρισεν ο Δημήτρης εν ειλικρινεία.

Η Κυρά Ρήνη εισελθούσα εν τω δωματίω, έρριψε βλέμμα εταστικόν εις όλα εκείνα τα μαγικά ανεμομαζώματα. Έπειτα ήλθε κ' εστάθη προ της εστίας. — Ο Ανάποδοςτα χιόνια και τ' αλάτιτη φωτιά! εψιθύρισεν επιβλητικώς. Και λαβούσα από ρυπαρού μαλλίνου σακκουλίου ολίγον άλας, όπερ είχε δανεισθή επί τρεις ημέρας κατά σειράν μετά την δύσιν του ηλίου πάντοτε, το έρριψεν επί της πυράς.

Αλλ' η προσέγγισίς του επέτεινε και την συγκίνησιν της Πηγής· εις δε την ταραχήν της εστράφη και αφού επέρασε τα πόδια της εις τις πατητήρες έπιασε την σαΐταν. Αλλά τα χέρια της έτρεμαν. Ο Μανώλης είχε σκύψει επ' αυτής και ησθάνθη θερμήν την πνοήν του επί του τραχήλου της. — Ψυχή μου, Πηγιό, ώμορφη πούσαι! εψιθύρισεν η φωνή του εγγύτατα εις την παρειάν της.

Κατ' εκείνην την στιγμήν διήλθεν άνθρωπός τις, ον ιδούσα και αναγνωρίσασα η Ουρανιώ δεν ηδυνήθη να μη μειδιάση. — Πώς! κι' ο Αργυράκης πάει στην εκκλησιά; . . . εψιθύρισεν.

Μπράβο σου! Λοιπόν είνε όλα ψέμματα; — Αμμέ; Θάρρεψες πως ήσαν αλήθεια; — Είσαι τρομερός ψεύτης. — Είσαι ψεύτης με δίπλωμα. — Είσαι αδιάντροπος. — Είσαι ξετσίπωτος. — Είσαι... — Είσαι... Ο Τρέκλας, αφού εσκέφθη επ' ολίγας στιγμάς, εψιθύρισεν ως να ωμίλει καθ' εαυτόν·Ξεύρω εγώ τι θα κάμω. Είνε ανάγκη να καταφύγη κανείς εις τα μεγάλα μέσα. Τα καταφέρνω εγώ καλά.

Ω! αλλοίμονον εις τον άνθρωπον, ο οποίος δεν έχει ούτε πυράν εις την εστίαν του, ούτε ελπίδα εις την καρδίαν του — 'Σαν είσαι 'νειρεμένη, τέτοια ώρα! Τούτο μόνον εψιθύρισεν η κόρη. Και αληθώς έμελλε πολλά να πάθη η θεια Μυγδαλίτσα. Κατ' αρχάς ανέβαινε καλώς με τον φανόν της αναμμένον· Στρέφουσα ενίοτε οπίσω, ως διά να πάρη τον ανασασμόν της, έβλεπε τα φώτα της πολίχνης και τον λιμένα εμπρός.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν