Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Την εσπέραν εκείνην, παραμονήν των Χριστουγέννων του έτους 185 . . . δύο παιδιά κατήρχοντο με ζωηρά βήματα το λιθόστρωτον και οι πόδες των, ασυνήθιστοι εις τα πέδιλα τα οποία είχον φορέσει ίσως εκτάκτως την εσπέραν εκείνην, έκαμναν μέγαν κρότον επί των πλακών του εδάφους. Αμφότεροι εκράτουν ελαφράς ράβδους. Ο είς εκράτει φανόν με την άλλην χείρα. Ήτο εβδόμη ώρα. Νυξ αστροφεγγής και ψυχρά.

Τι να κάμωμε, να σ' ορίσω γείτονα; απήντησε ταπεινοφρόνως ο Αργυράκης· Και ο Νταραδήμος κατέβη εις την οδόν, προηγουμένης της συζύγου του, κρατούσης πάντοτε τον φανόν. —Δεν ξέρουμε· να ήλθε τάχα ο γείτονας; είπε την στιγμήν εκείνην η σύζυγος του Νταραδήμου και ρίπτουσα εκφραστικόν βλέμμα προς την οικίαν του μπάρμπα-Διόμα·

Την στιγμήν εκείνην είδε τον φανόν της το παιδίον του ποιμένος· και μετ' ολίγον εισήρχετο εις το φρούριον η γραία, τρομάξασα, ως είδομεν, όπου δεν έπρεπε να τρομάξη. Αλλ' είπομεν ότι μερικά πράγματα είναι αλλόκοτα. Τώρα λέγομεν ότι πολλά είναι τοιαύτα. — Η γρηά το Καράβι! επανελάμβανεν ο παις κρατών την λύραν του. Καλώς τηνε την Γρηά το Καράβι.

Με την μηλωτήν και τον γεωργούλην, ως ήτο ο κυρ-Δημάκης, ανυπόδητος και με γυμνάς τας κνήμας, εξέλαβε τούτον ως σατανικήν φαντασίαν κ' εποίησε τρις το σημείον του Σταυρού. Επειδή όμως η σκιά εκείνη ίστατο ακίνητος προ του ναΐσκου, ο γέρων εννόησεν ότι άνθρωπος ην, και πλησιάσας τον φανόν, ον εκράτει, είδε και εχαιρέτισεν αυτόν. — Πώς εδώ, ευλογημένε; — Μη τα ρωτάς, γέροντά μου!

Ο βορράς εσύριζεν. Ήκουσε συριγμόν τροχαλίας και κρότον αλύσεως. Μέγας όγκος εφαίνετο εις τον λιμένα αντικρύ του παραθύρου της. Μεγάλη βάρκα, φέρουσα φανόν, απεσπάσθη από τον μέγαν όγκον, κ' επλησίασε με βαρείαν κωπηλασίαν εις την προκυμαίαν. — Καλώς σ' ηύρα, καπιτάνισσα! έκραξε μία φωνή από την βάρκαν.

Είνε κι' άλλη ζυγιά; επανέλαβεν ακαταλήπτως ο παράδοξος άνθρωπος. — Τι ζυγιά; ηδυνήθη ν' αρθρώση ο Στάμος. — Είνε άλλα παιδιά να καταβούν από τον απάνω μαχαλάν; — Δεν ξέρω, είπεν ο Στάμος. Την φοράν ταύτην ο Παλούκας είχεν ολιγωρήσει να σβύση τον φανόν, διότι εκ της μέχρι τούδε πείρας του επείσθη ότι δεν θα τον ανεγνώριζαν τα παιδία.

Έρριψε και τεμάχιον ξηρού άρτου, έλαβε και μάλλινόν τι χράμιον, ακόμη δε και τον μικρόν φανόν, διότι ενύκτωσε πλέον, και ανεχώρησε καληνυκτίσασα την κόρην της, ήτις ανελύθη πλέον εις λυγμούς, κουβαριασμένη ως ήτο εκεί εις την γωνίαν, άνευ πυράς εις την εστίαν και άνευ ελπίδος εις την καρδίαν.

Ένας υπερμεγέθης, ως γαλή, ποντικός, μία παμπόνηρος νυφίτσα έφευγε προς την φωλεάν σύρουσα μεθ' εαυτής και ένα φανόν από τα κανδήλια, τα οποία ήσαν εσβεσμένα· και μία κέραμος με σβυστούς άνθρακας εχρησίμευεν ως θυμιατήριον.

Αλλά το παιδί τους είπε πως είνε τώρα από κάτω η χώρα. Του έδωσαν και ένα τάλλαρο. — Νά το, είπεν ο παις, επιδείξας το δολλάριον. — Και 'πήγε ς' τη χώρα; ηρώτα ανυπομόνως η θεια Μυγδαλίτσα. Είνε ο γυιος μου! Είνε του γυιου μου το καράβι! Διώρθωσε τον φανόν της και τον ήναψεν. Ησπάσθη τας Εικόνας, απεχαιρέτισε τους ποιμένας και ανεχώρησε.

Και προσποιούμενος ότι βλέπει τον βασιλέα από πολύ κοντά, επλησίασε τον κατραμωμένον φανόν, από τον οποίον εβγήκεν αποτόμως ένα σεντόνι από μεγάλας φλόγας. Το πολύ σε ένα δευτερόλεπτον οι οκτώ ουραγγουτάγκοι εκαίοντο σκληρά μέσα εις τας κραυγάς του πλήθους, το οποίον τους παρατηρούσεν από κάτω με μεγάλην φρίκην και ανίκανον να δράμη εις βοήθειάν των.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν