United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παρά τον μέγαν πύραυνον, εν τη ρυπαρά αυλή της κατοικίας των, παρά την Βλασταρούν, η γυναίκα του προσεπάθει να μπουγαδιάση, ρίπτουσα ολίγον κατ' ολίγον το βραστόν νερόν εις την βαθείαν της μπουγάδας κόφαν. Τα παιδία των ως γατάκια εκοιμώντο εις μίαν ψάθαν επάνω, όλα μαζί, μία τουφίτσα σαν ορφανά.

Συγχρόνως δε με την σκέψιν της αυτήν η Σμάλτω κατέφερε με πάθος τον πόδα επί της φλογέρας και την έθραυσεν. — Να! είπε χαιρεκάκως, ρίπτουσα τα τεμάχια αυτής προ του βοσκού. — Μη τη φλογέρα μου εφώναξεν ούτος με πόνον γιατί την σπας; — Για να μη χάση κι' άλλαις· απήντησεν η Σμάλτω επισήμως.

Θάπτουσι τους νεκρούς βόας διά του ακολούθου τρόπου· ρίπτουσα εις τον ποταμόν τας θηλείας, τους δε άρρενας τους ρίπτουσιν εντός εσκαμμένων βόθρων εις τα προάστειά των, αφίνοντες έξω του τάφου το έν κέρατον ή τα δύο ως σημείον.

Ναι, παρετήρησε γελώσα η Κρατήρα, και ρίπτουσα λοξόν βλέμμα εις την κενήν χιλιάρικην· σου έπεσε λίγο! — Όσο γι' αυτό, — ηθέλησε να είπη κάτι τι ο ποιμήν υποτραυλίζων. — Ας είνε, προσέθηκεν η Κρατήρα, και ετοποθέτησε το αντίδωρον υπό τι ποτήριον ανάστροφα επί του αρχαίου της εστίας. Έκαμα εγώ πολλούς σταυρούς για όλους σας. Καλή χρονιά σας! Εχάσατε όμως. Ήτανε πολύ ώμορφα.

Άφησέ με σου λέω να περάσω, ανοστόπλαστε, ανεφώνησε ρίπτουσα κατ' αυτού τελευταίον λίθον. Έπειτα ορμήσασα με όλην την σφοδρότητα της αγανακτήσεώς της διέσπασε τον αποκλεισμόν. Ο Μανώλης δεν επεχείρησε να την καταδιώξη, αλλ' ενώ την παρετήρει απομακρυνομένην της είπε: — Αγάλι 'γάλι θα γενή η αγουρίδα μέλι, να σκάσουνε κ' οι Θωμαδιανοί.

Τι να κάμωμε, να σ' ορίσω γείτονα; απήντησε ταπεινοφρόνως ο Αργυράκης· Και ο Νταραδήμος κατέβη εις την οδόν, προηγουμένης της συζύγου του, κρατούσης πάντοτε τον φανόν. —Δεν ξέρουμε· να ήλθε τάχα ο γείτονας; είπε την στιγμήν εκείνην η σύζυγος του Νταραδήμου και ρίπτουσα εκφραστικόν βλέμμα προς την οικίαν του μπάρμπα-Διόμα·

Τοιούτον εν ολίγοις το ζεύγος, όπερ την εσπέραν της 19 Αύγουστου 1883 έπαιζε σ κ ο υ π ι σ τ ή ν εν τω οίκω του Κ. Περδίκη. — Τι έγειναν απόψε τα παιδιά; ερωτά ο οικοδεσπότης, σκουπίζων δι' ενός ρήγα τα επί της τραπέζης χαρτιά. — Αι! το παράκαμες, κύριε! φωνεί η Κ. Πηνελόπη· δεν μ' αφίνεις χαρτί. Και προσθέτει μετά μικρόν, ρίπτουσα ένα τεσσάρι επί την τράπεζαν.

Τάχα δεν έπρεπε να τραβήξω τον κόπανο επάνω, να ξεφράξω τη μπούκα, για ν' αδειάση μονομιάς η στέρνα, πριν πνίγουν τα κοριτσάκια, τα καϋμένα! Ήτο αληθές άλλως, ότι δεν το είχε σκεφθή. Πλην υπάρχει υποκρισία και εν τη ειλικρινεία. Η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα των ενδυμάτων της, τα διάβροχα, και ρίπτουσα βλέμμα επί τα δύο αναίσθητα σώματα, ήρχισεν εν βία και σπουδή να λέγη·