United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούτω την 2 Δεκεμβρίου 1868, ενώ η «Ένωσις» επέστρεφεν εις Σύρον και απείχε δέκα μίλλια, διέκρινε τρία πλοία, μίαν φρεγάταν και δύο εύδρομα, ακριβώς απέναντι της θέσεως Δελαγράτσια, πλέοντα χωρίς σημαίαν προς το Ασπρονήσι, σημείον κατευθύνσεως της «Ενώσεως». Ο Σουρμελής τα εξέλαβε κατ' αρχάς ως γαλλικά, αλλ' όταν επλησίασεν εις απόστασιν τεσσάρων μιλλίων, διέκρινεν ότι ήσαν τουρκικά και μεταξύ αυτών το «Ιζεδίν». Η «Ένωσις» ενέτεινεν όλας τας δυνάμεις του ατμού της και συγχρόνως το πλήρωμά της ετοιμάσθη προς μάχην.

Παιδιά έτρεχον καθ' οδόν προς αυτόν· ήθελαν να του προσφέρουν εμπόρευμα· έν από αυτά του προσέφερε τριαντάφυλλον των Άλπεων· ο Ρούντυ εξέλαβε το ρόδον καλόν σημείον και ο νους του επήγεν εις την Μπαμπέτταν. Μετ' ολίγον επέρασε την γέφυραν, όπου ενώνονται αι δύο Λουτσίναι· τα φυλλοφόρα δένδρα ήσαν πυκνότερα εδώ, και η καρυδιές έρριχναν σκιάν.

Ο καπετάν-Θοδωρής, επιβαίνων του οναρίου του, ως όταν από ευτυχούς ταξειδίου επανήρχετο με το βρίκιόν του φορτωμένος τάλληρα ισπανικά, — στιγμάς τινας μάλιστα εξέλαβε τας ευτελείς του ζώου ηνίας ως το μεγαλοπρεπές πηδάλιον του βρικίου τουμετά φαιδράς απαθείας εθεώρει τα βουνά και τα δένδρα, δι' ων διήρχετο σείων την κεφαλήν του κανονικώς, συμφώνως προς τας κινήσεις του οναρίου, και ονειρευόμενος ποικίλα σχέδια, κατά τα οποία διερρύθμιζε φρονιμώτερον τον ανακαλυφθέντα θησαυρόν, την πλουσίαν μοίραν των θυγατέρων του.

Και η λυχνία, ήτις έκαιε κρεμαμένη από της οροφής, και το ξύλινον βάθρον όπερ εύρεν ο Πλήθων ίνα καθίση, και η εκ πτερίδων και χλοερών φύλλων κλίνη, ήτις έκειτο παρά την γωνίαν όπως αναπαυθή ο οδοιπόρος; Πώς ευρέθησαν ταύτα πάντα; Ο Πλήθων εξέλαβε το δώρον ως παρά των θεών προερχόμενον, και ανέπεμψεν ένθερμον προσευχήν.

Με την μηλωτήν και τον γεωργούλην, ως ήτο ο κυρ-Δημάκης, ανυπόδητος και με γυμνάς τας κνήμας, εξέλαβε τούτον ως σατανικήν φαντασίαν κ' εποίησε τρις το σημείον του Σταυρού. Επειδή όμως η σκιά εκείνη ίστατο ακίνητος προ του ναΐσκου, ο γέρων εννόησεν ότι άνθρωπος ην, και πλησιάσας τον φανόν, ον εκράτει, είδε και εχαιρέτισεν αυτόν. — Πώς εδώ, ευλογημένε; — Μη τα ρωτάς, γέροντά μου!

Αίφνης παρά την ρίζαν της δρυός βλέπει θύραν ανοικτήν, ήτις άδηλον πώς ευρέθη εκεί. Έπειτα οι τέσσαρες τοίχοι της οικοδομής εφάνησαν ως να εξήλθον εκ του στελέχους του δένδρου. Είτα φως έλαμψεν ένδοθεν του οικήματος και ο Πλήθων έκπληκτος εισήλθεν. Ήτο μικρόν οίκημα αρκούν ίνα σκεπάση κατά της καταιγίδος τον οδοιπόρον, αλλά δεν ήτο κτιστή οικία, ως το εξέλαβε κατ' αρχάς.

Η Βεάτη ήθελε να βεβαιωθή μόνον, ότι η Σιξτίνα δεν ήτο εν επισκέψει παρά τη εγκλείστω. Είτα έκρουσε θαρραλέως την θύραν. Την φοράν ταύτην η Βεάτη υπήρξεν ευτυχεστέρα. Μετά την δευτέραν κρούσιν, στεναγμός ηκούσθη λίαν ευκρινώς. Η μοναχή εξέλαβε τούτο ως ευοίωνον σημείον και έκραξε·Κόρη μου! Είσαι μέσα; — Ποίος είνε; ηρώτησεν ασθενής φωνή ένδοθεν του θαλάμου. — Μία φίλη, απήντησεν η Βεάτη.

Φαίνεται λοιπόν ότι εκ της φωνής του Σκούντα και εκ της μορφής αυτού, ην κατώρθωσεν επί μίαν στιγμήν να ίδη, τον ανεγνώρισεν ότι ούτος ήτο ο άρπαξ της συζύγου του· το τραύμα δε αυτού ήτο πρόσφατον, και η οργή του αφορμήν εζήτει όπως εκραγή. Ευθύς δ' ως είδε τον Σκούνταν, εξέλαβε τούτον ως δώρον της Νεμέσεως και ερρίφθη επ' αυτού με την λύσσαν της τίγρεως.

Αναγνωρίσας πλέον με μεγάλην του στενοχωρίαν το λάθος του, είχε πεισθή ότι άλλον αντί του Λαλεμήτρου εξέλαβε μέσα εις εκείνην την πολυάνθρωπον Βαβυλώνα, ως απεκάλει τας Αθήνας, όπου από τον κορνιαχτό, έλεγε δικαιολογούμενος, οι άνθρωποι γίνονται αγνώριστοι, και ήλθεν, επί τούτω εις τον ναΐσκον, να συλλειτουργήση τον ιερέα, ίνα συγχωρηθή διά το πταίσιμόν του, αδίκως οργισθείς άλλοτε κατά του Λαλεμήτρου, επειδή ενήργησε πάλιν εκείνας τας ημέρας να κληρωθή ένορκος και θα εταξείδευε, και δεν ήθελε αυτός, παιδί της εκκλησίας, να ταξειδεύση ασυγχώρητος.