United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πραγματικώς απέναντι του λαλούντος ποιμένος, πλησίον της ανθρακιάς, αλλ' επί τινος ξηρού κορμού ακκουμβώσα, ίστατο ορθία κάπα, βαρεία, ψαριά, με την κουκκούλαν αναιβασμένην ως ει υπ' αυτήν εθερμαίνετο άνθρωπος. Από της μιας αυτής χειρίδος εκρέματο η λύρα καθέτως, από δε της άλλης εξήρχετο το δοξάριον έτοιμον προς κρούσιν. — Κουτσογεώργη! εκραύγασεν ο ποιμήν πάλιν.

Όπως και αν έχη τούτο, η Βεάτη δεν κατείχετο την στιγμήν ταύτην υπό ουδενός δεισιδαίμονος αισθήματος. Επλησίασε θαρραλέως και έκρουσε την θύραν. Αλλ' αύτη ανθίστατο. Ήτο στερρώς κεκλεισμένη. Η Βεάτη επανέλαβε την κρούσιν. Έκρουσε δε ηρέμα και συνεχώς. Ουδεμία φωνή ηκούσθη. — Ποία είσαι αυτού μέσα; ηρώτησεν η Βεάτη. Ουδεμία απάντησις. — Ποία είσαι; επανέλαβεν η Βεάτη. Δεν ομιλείς δι' αγάπην Θεού;

Η Βεάτη ήθελε να βεβαιωθή μόνον, ότι η Σιξτίνα δεν ήτο εν επισκέψει παρά τη εγκλείστω. Είτα έκρουσε θαρραλέως την θύραν. Την φοράν ταύτην η Βεάτη υπήρξεν ευτυχεστέρα. Μετά την δευτέραν κρούσιν, στεναγμός ηκούσθη λίαν ευκρινώς. Η μοναχή εξέλαβε τούτο ως ευοίωνον σημείον και έκραξε·Κόρη μου! Είσαι μέσα; — Ποίος είνε; ηρώτησεν ασθενής φωνή ένδοθεν του θαλάμου. — Μία φίλη, απήντησεν η Βεάτη.