United States or Zimbabwe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι αήθεις εκείνοι εχθρικοί ήχοι, αι ερυθραί εκείναι λάμψεις των φανών και των δάδων, ήρκουν διά να δείξωσιν ότι ο Ιούδας είχε προδώσει το μυστικόν του καταφυγίου Του, και ήτο ήδη εγγύς. Έτι δε Αυτού λαλούντος, ο Ιούδας ο προδότης επέστη.

Οι νεήλυδες προσβλέπουσιν επί στιγμήν τον γίγαντα, θεωρούσι κύκλω τους παρισταμένους, ανταλλάσσουσι βλέμμα συνεννοήσεως, και απέρχονται κατησχυμμένοι, πτοηθέντες το ανάστημα του λαλούντος και τας διαστάσεις της μαγκούρας του. — Δεν τους αφίνεις, αδελφέ; παρατηρεί ηπίως ο υποψήφιος. Διατί να τους δυσαρεστήσωμεν; — Ας μας κόψουν το κρέδιτο! Φασκέλωσ' τα τα όρνια!

Είδατε λοιπόν, έλεγε μία φωνή χονδρή, ομοιάζουσα προς την φωνήν του ιερέως, αργώς και μετά προσοχής λαλούντος. Όποιος ελπίζει εις τον Θεόν, δεν χάνει ποτέ. Ακούτε σεις, ν' αρθή το παιδί της και ν' αρθή με καράβι καπετάνιος, όπως το εφαντάζετο! — Δεν το είδεν ακόμη, παπά, διέκοψε φωνή άλλη ναυτική. Είνε, παγαιμένητο Κάστρο. Έπειτα το καράβι τώρα δα άραξε. Δεν βγήκαν ακόμη έξω.

Ο Ιησούς τότε είπεν αυτώ: — «Έγειραι, άρον σου τον κράββατον και περιπάτει». Τούτο επροφέρθη με τόνον εις ον ουδείς και ουδέν ηδύνατο να παρακούση. Ο τρόπος του Λαλούντος, η φωνή Του, η εντολή Του, εδόνησαν ως ηλεκτρικός σπινθήρ όλον το σώμα του παραλυτικού, το εξησθενημένον διά πολλών κακοπαθειών και αμαρτιών.

Την στιγμήν εκείνην ο πρώτος λαλήσας, όστις ήτο αυτός εκείνος, όστις μετά του γέρω-Σολμάν, του λαλούντος την ελληνοβάρβαρον, είχεν ερωτήσει το πρωί τον αιπόλον περί της οδού της αγούσης εις το φρούριον, έστρεψε το βλέμμα προς τον σωρόν, ον απετέλει ο δέσμιος βοσκός κείμενος παρά τινα σχοίνον. — Τι είν' αυτό; είπε. Και κύψας εξήτασε το πρόσωπον του αιπόλου.

Βερναρδάκης. Τοσούτον είχε το γόητρον η επιστήμων φαντασία του λαλούντος, τοσαύτην είχε την χάριν ο λόγος του, τοσούτον ήτο αληθής και βαθεία η εν τη ψυχή αυτού ενσάρκωσις του δράματος. Τι λέγεις τώρα; Δεν θα επεθύμεις και συ να ήσο εκεί και να τον ήκουες; Παρηγορήσου όμως.

Πραγματικώς απέναντι του λαλούντος ποιμένος, πλησίον της ανθρακιάς, αλλ' επί τινος ξηρού κορμού ακκουμβώσα, ίστατο ορθία κάπα, βαρεία, ψαριά, με την κουκκούλαν αναιβασμένην ως ει υπ' αυτήν εθερμαίνετο άνθρωπος. Από της μιας αυτής χειρίδος εκρέματο η λύρα καθέτως, από δε της άλλης εξήρχετο το δοξάριον έτοιμον προς κρούσιν. — Κουτσογεώργη! εκραύγασεν ο ποιμήν πάλιν.