United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτοί 'ςτη βρύση του Ζαβογιάννη κι εμείς 'ςτου Τρίκκα. Μια τουφεκιά τόπον αλάργα. Μέσ' του Τρίκκα, τα σύγνεφα μας σκέπασαν τον ήλιο και βαθιά αχολόγησε μια βροντή. Όσο μας δρόσισαν τα σύγνεφα που μας ίσκιωσαν από το λιοπύρι, τόσο μας φόβισε η βροντή. Σηκώθηκε κ' έν' ανεμόχολο δυνατό ξάφνου, που τύλιξε μεσουρανής τον κορνιαχτό κ' επάσχιζε να ξερριζώση τα δέντρα.

Είχε αγριεμένα τα μαλλιά, δίχως σκούφια, φλογισμένα τα μάτια, πρόσωπο ιδρωμένο κατάμαυρο από τον κορνιαχτό. Και κράταε στα χέρια του ένα τουφέκι μαρτίνι και μιαν αρμάθα φουσέκια. — Τ' έπαθες, μωρέ Φώτο; Το ρώτησε κι ο Λάμπρος. — Σκότωσα! . . σκότωσα το Μπεϊλούλαγα, Λάμπρο! Είπε βροντερά κι άφοβα το δεκαοχτώχρονο παλληκάρι, κ' εμπήκε μ' ορμή μες το σπίτι.

Όλα τανακύλαγαν κ' εσήκωναν σύγνεφα πυκνά το βρώμιον κορνιαχτό ανάγυρα, που ετίκλωνε ολούθε μέσα στο προάβλιο, έκρυβε τους φαντάρους, εκαθόταν στα πηλήκια και στα αστραφτερά κομπιά τους, άσπριζε τα μουστάκια και τα φρύδια τους κ' εφάνταζαν καταπασπαλημένοι μυλωνάδες. Ο Βλαχογιώργος έψαχε και αφτός. Ανάδεβε ολούθε. Ψάχοντας από σωρό σε σωρό, ξεμακρύθηκε από τους φαντάρους του.

Αστραπή και πούλβερη, φωτιά και αστροπελέκι να πέση εις το ερμάδι σου, να το κάψη, να το κάμη στάχτη και κορνιαχτό!... Κακή χολέρα να σας κόψη, μαύρη πανούκλα και οστρακιά να σας θερίση! Καθώς έκλεισες την πόρτα σου, έτσι να μένη πάντα κλειστή, κλειστή ναι, και ποτέ να μην ανοίξη. Να ρημάξη το ερμαδιακό σου, να πέση, να βουλιάξη, να καή.

Κ' ύστερα πώφυγε, τύναξε στο κουμέρκι τον κορνιαχτό από τα βοϊδοτσάρουχά του, πήρε κ' ένα λιθάρι κ' έρριξε πίσω του, και του λέει του Καράλη: «Πίσω μου είσε, διάτανε! αμ' που μ' έφερες εδώ, ωρέ κουμπάρε; πάντεχα που ήμουν πεσμένος μέσα στην κόλαση; Ακόμα βουίζουν τ' αυτιά μ' απ' την αχλαλουή των κολασμένων. Μπα, π' να τους κάψ' η αστραπή ντε.

Μες το πρώτο σκαλοπάτι απαντάει το γιο του ανεβασμένον. Είχε αγριεμένα τα μαλλιά, δίχως σκούφια, φλογισμένα τα μάτια, πρόσωπο ιδρωμένο κατάμαυρο από τον κορνιαχτό. Και κράταε στα χέρια του ένα τουφέκι μαρτίνι και μιαν αρμάθα φουσέκια. — Τ' έπαθες, μωρέ Φώτο; Το ρώτησε κι ο Λάμπρος. — Σκότωσα!.. σκότωσα το Μπεϊλούλαγα, Λάμπρο!

Αυτοί 'ςτή βρύση του Ζαβογιάννη κι εμείς 'ςτού Τρίκκα. Μια τουφεκιά τόπον αλάργα. Μέσ' του Τρίκκα, τα σύγνεφα μας σκέπασαν τον ήλιο και βαθιά αχολόγησε μια βροντή. Όσο μας δρόσισαν τα σύγνεφα που μας ίσκιωσαν από το λιοπύρι, τόσο μας φόβισε η βροντή. Σηκώθηκε κι' έν ανεμόχολο δυνατό ξάφνου, που τύλιξε μεσουρανής τον κορνιαχτό κ' επάσχιζε να ξερριζώση τα δέντρα.

Αναγνωρίσας πλέον με μεγάλην του στενοχωρίαν το λάθος του, είχε πεισθή ότι άλλον αντί του Λαλεμήτρου εξέλαβε μέσα εις εκείνην την πολυάνθρωπον Βαβυλώνα, ως απεκάλει τας Αθήνας, όπου από τον κορνιαχτό, έλεγε δικαιολογούμενος, οι άνθρωποι γίνονται αγνώριστοι, και ήλθεν, επί τούτω εις τον ναΐσκον, να συλλειτουργήση τον ιερέα, ίνα συγχωρηθή διά το πταίσιμόν του, αδίκως οργισθείς άλλοτε κατά του Λαλεμήτρου, επειδή ενήργησε πάλιν εκείνας τας ημέρας να κληρωθή ένορκος και θα εταξείδευε, και δεν ήθελε αυτός, παιδί της εκκλησίας, να ταξειδεύση ασυγχώρητος.