United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τοιαύτη ήτον η οικία εν η επί τέσσαρας σχεδόν εβδομάδας διέτριβον τον πλείω της ημέρας χρόνον, μεταβαίνων τακτικά καθ' εκάστην. Τας δεξιώσεις της γραίας Οθωμανίδος τας ήκουον από των δικτυωτών παραθύρων αυτής, πριν έτι κρούσω την επί του Νδιβάνγιολού θύραν. Η έλευσίς μου επεριμένετο εκ του εξώστου.

Και μετενόει ήδη διότι ετάραξε τόσον τον άνδρα της, ακαίρως επιμένουσα εις την άρνησίν της, ενώ ανεγνώριζε την ανάγκην. Έθεσεν ολίγον μελαψόν άρτον εντός μαλλίνου σακκιδίου, εκρέμασεν αυτό από του ώμου και κλειδώσασα την θύραν εξήγαγεν από του αχυρώνος τα γαλιά και ανεχώρησεν εις την βοσκήν. — Ο άι Νικόλας κι' ας με φυλάξη· εψιθύρισε, σταυροκοπουμένη.

Η Αμέρσα, ήτις είχεν έλθει ξυπόλυτη, με ελαφρότατον, άψοφον βήμα, εξήλθε, και η μήτηρ της εκλείδωσεν έσωθεν την θύραν. Η Αμέρσα έφυγε τρέχουσα.

Ζητών διά των χειρών την θύραν την άγουσαν εις τους κοιτώνας διέκρινε το τρεμοσβύνον φως μιας λυχνίας, και πλησιάσας, είδε το ιερόν των εφεστείων, όπου αντί των θεών υπήρχε σταυρός· υπό τον σταυρόν εκείνον έκαιε κηρίον. Μία σκέψις διήλθεν αστραπιαίως διά του πνεύματος του νέου κατηχουμένου: ο σταυρός τω έστελλε το φως εκείνο, το οποίον θα τον εβοήθει εις την ανεύρεσιν της Λιγείας.

Κοντά το μεσημέρι, ο Αποστόλης, αφού είχε φάγει πολλούς λουκουμάδες και τηγανίτες στα σπίτια και είχε πίει υπέρ τα είκοσι ροσόλια, ρόμια και ρακιά, φέρων αδιακόπως την χείρα εις τον κόλπον του, εξάγων στραγάλια και μασσών εις τον δρόμον, έφθασεν εις την γειτονιάν του Τζαφέρη. Βλέπει την μικράν κάθετον γραμμήν εις την θύραν τούτου και αδιστάκτως εισέρχεται.

Ένας παχύς, καταστρόγγυλος παντοπώλης, ήνοιξε παρακάτω, προς στιγμήν, το παντοπωλείον του, έμβασε μέσα μίαν παρέαν φίλων, ων είς εκράτει εις χείρας κυδώνιον, και πάλιν έκλεισε. Παρακάτω ένας γέρων, βαστάζων μίαν χιλιάρικην, εκτύπα την θύραν οινοπωλείου να τω ανοίξουν, και τους οδόντας του κρυόνων, με ένα κοντά του Ρετσίνα σακκάκι.

Δεν τα φοβούμαι τα στοιχειά εγώ, θεια Μαχώ. Ο Φάλκος ήνοιξε την θύραν. Ο Σταμάτης εφάνη εις το χάσμα της θύρας, συνοδευόμενος από την γρηά Φαλκίτσα, την μάμμην του και μάμμην του Φάλκου, μητέρα δε της Μαχώς. Η γρηά Φαλκίτσα, κοντή και κυρτή συμμαζωμένη, έβλεπε καλά την νύκτα, καθώς έκυπτε προς την γην, είχε γερά πόδια, κ' επάτει με βήμα ελαφρόν. Ο Σταμάτης αφήκε κραυγήν θριάμβου.

Τέλος εφόρεσεν έν ζεύγος πατημένον γυναικείων εμβάδων, τας οποίας εύρε, και αίτινες εκάλυπτον μόνον τους δακτύλους των ποδών και μέρος του ταρσού, αφήνουσαι έξω όλην την πτέρναν. Άλλον θόρυβον έκαμε διά ν' ανοίξη την θύραν, μη ευρίσκων εις το σκότος τον σύρτην ούτε το μάνδαλον. Αφού ήνοιξε την θύραν, επανήλθεν αίφνης οπίσω.

Πεντακόσια τάλλαρα, . . . μεγάλο πράγμα! Η κυρά Δημήτραινα ενόμισεν ότι παρήκουσε. — Με τα σωστά σου είσαι; είπεν έκπληκτος. — Αι! κατάλαβα πως έχεις πάλι όρεξι για καυγά. . . . Δος μου το φέσι μου. — Έτσι γεια σου! Και ο Δημήτρης εξήλθεν εις την οδόν. — 'Σ το καλό! εφώνησεν η σύζυγός του, και κλείσασα την θύραν εισήλθεν εις τον οίκον της.

Ω γλυκειά μου Γελτρούδη, αυτό με θανατόνει, ως μηχανή 'πού περισσούς κροτεί θανάτους. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Ωιμέ, τι θόρυβος; ΒΑΣΙΛΕΑΣ Πού είναι οι φύλακές μου; την θύραν ας φρουρήσουν. Εισέρχεται ένας ΕΥΓΕΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ Τι 'ναι;