Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Ο Κύριος καθηγητής πταίει, διότι μας εσύστησεν εις την φιλοξενίαν σας, χωρίς να μας είπη τίποτε. — Δεν πταίετε ούτε σείς ούτε εκείνος. Δεν επεσκέφθη προ ετών την πατρίδα και αγνοεί τα καθέκαστα της θλιβεράς μας υπάρξεως. Η οικία μου δεν είναι πλέον ανοικτή καθώς άλλοτε. Απέμαθα να δέχωμαι φίλους. Αλλά την εσπέραν ότε εκρούσατε την θύραν μου, εχάρην.
Η Σοφία το εζύγισεν εις την χείρα, εβεβαιώθη, αν και το ήξευρεν, ότι ήτο γεμάτον, εστάθη μίαν στιγμήν, διά να ακροασθή ακόμη. Δεν απεφάσισε να ξυπνήση την αδελφήν της, ήτις είχεν αποκοιμηθή προ μικρού. Εβάδισε τρία βήματα προς την θύραν την άνευ παραθύρου, όπισθεν της οποίας έρρεγχεν ο γέρο-Σταμάτης. Έκυψε, του έθιξε τον ώμον, τον έσεισεν. Ο γέρων έβλεπε νεανικά όνειρα εις τον ύπνον του.
Και ημείς εκ νέου εκτυπούσαμεν, και εκείνος κρατών κλεισμένην την θύραν απεκρίθη και είπεν· ω άνθρωποι, είπε, δεν ηκούσατε, ότι δεν έχει καιρόν; Αλλά, φίλε μου, είπα εγώ, ούτε εις τον Καλλίαν ερχόμεθα, ούτε σοφισταί είμεθα· ώστε μη φοβείσαι· ήλθομεν να ίδωμεν τον Πρωταγόραν, επειδή τον χρειαζόμεθα· ειδοποίησε λοιπόν.
Και έπειτα ο στυγνός εκείνος εγωιστής, ο απάνθρωπος Σουλτάνης, όστις έκλειε τόσον ανιλεώς την θύραν αυτού εις τον ημιθανή μνηστήρα της ιδίας αυτού θυγατρός!
Τοιαύτα μονολογών έφθασεν εις το σπίτι της Ζερβούδαινας, το οποίον ήτο κατάκλειστον και κατασκότεινον, όπως και όλα τα γειτονικά, όπως όλο το χωριό. Ο Μανώλης εστάθη και εφαίνετο σκεπτόμενος· αλλά το βέβαιον είνε ότι δεν εσκέπτετο τίποτε. Μάλλον εκοιμάτο όρθιος. Έπειτα επλησίασε προς την θύραν και με κάποιαν δυσκολίαν ανέβη τα ολίγα σκαλοπάτια του προθύρου.
Εγώ διετέλουν εν αμηχανία και δεν είξευρον πλέον τι να πράξω. Είχον μετανοήσει πικρώς, διότι ήνοιξα την θύραν του προθαλάμου εις τον ξένον. Τώρα δε μοι επήλθεν επί μίαν στιγμήν η ιδέα να καλέσω εις βοήθειαν και να εκδιώξω διά της βίας τον άνθρωπον τούτον.
Πιθανός το προσποίητον τούτο πένθος ήτο λίαν αντιπαθές εις τον Χριστόν. Σταθείς εις την θύραν διά ν' απαγορεύση όπως μη τις εκ του πλήθους Τον ακολουθήση εισήλθεν εις την οικίαν μετά τριών μόνον εκ των μαθητών Του, του Πέτρου και Ιακώβου και Ιωάννου. Ο Χριστός μετ' αγανακτήσεως απέπεμψε τους εμμίσθους θρηνωδούς.
— Τι θέλεις; είπε μετ' ολιγωρίας ο Πλήθων, και ητοιμάζετο να κλείση την θύραν και ν' αποσυρθή. — Περίμενε, αφέντη, μίαν στιγμήν. Εγώ δεν φταίγω τίποτε. Δεν ήρθα εγώ μοναχός μου. Άλλος μ' έστειλε. — Ποίος άλλος; — Η καλόγρηαις. — Και τι θέλεις; — Να σου πω ένα πράγμα. — Τι; — Μου είπαν να σου το πω κρυφά εις τ' αυτί σου. — Έλα εδώ.
Αλλ' όμως η συνδιάλεξις αύτη μοι εφάνη αλλόκοτος και εκέντησε την περιέργειάν μου. Καθημένη επί τινος ξυλίνου σκίμποδος, με τας χείρας κατεσκεύαζον το ξαντόν, με τα ώτα δε ηκροώμην, και με τους οφθαλμούς έβλεπον εις την θύραν, δι' ης έμελλε να εισέλθη ο κατάσκοπος. Τέλος εισήλθεν ούτος.
Δόξα τω Θεώ ετελείωσε κ' εκείνο και ήρχισεν ο κόσμος να φεύγη. Επήγα να φέρω την γούνα της γυναικός μου, την εκουκούλωσα και εβαδίζαμεν προς την θύραν, όταν μας έφραξαν τον δρόμον τρεις χορευταί, ισχυριζόμενοι ότι απέμενε να χορευθή το galope finale και ότι η κυρία μου το είχεν υποσχεθή και εις τους τρεις. Εκείνη δεν ενθυμείτο καλά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν