United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν τα φοβούμαι τα στοιχειά εγώ, θεια Μαχώ. Ο Φάλκος ήνοιξε την θύραν. Ο Σταμάτης εφάνη εις το χάσμα της θύρας, συνοδευόμενος από την γρηά Φαλκίτσα, την μάμμην του και μάμμην του Φάλκου, μητέρα δε της Μαχώς. Η γρηά Φαλκίτσα, κοντή και κυρτή συμμαζωμένη, έβλεπε καλά την νύκτα, καθώς έκυπτε προς την γην, είχε γερά πόδια, κ' επάτει με βήμα ελαφρόν. Ο Σταμάτης αφήκε κραυγήν θριάμβου.

Ο ήλιος έκαιεν. — Να δγης, Μα, έλεγε κατά την εργασίαν η μικροτέρα. Ήρθαν κ' ήρθαντο χωράφι κάτω. Ο κυρ Γεώργης, ο καπετάν Μαθιός, ο Γιάννς τς Μαχώς. — Έχνι σφαχτά, προσέθηκε και η Δεσποινιώ. Έχνι ψτά, γάλατα, τυριά χλωρά και μιζίθρες. — Πήρανε κι' τ' νύφ'; ηρώτησεν και η γραία. — Τν' έχνι. Η εργασία εξηκολούθει. Είχεν ήδη εξαχθή μέγας σωρός του αναιδούς αργοφυτού.

Αυταίς είναι η νεράιδες, παιδάκι μου, και πατούν στον αέρα, απήντησεν η Μαχώ. Την διήγησιν διά της νεράιδες που χόρευαν την επεβεβαίωσε και η γρηά Φαλκίτσα, η μητέρα της Μαχώς, μία γραία κοντή και κυρτή, ομοία μ' ένα κουβαράκι. Αυτή είχεν ιδεί 'στον καιρόν της πολλά απίστευτα πράγματα.

Έξωθεν της θύρας των ηκούετο ωσάν μούγκρισμα·Μπ! μου! βου! μου! μπου! μου! Ο Φάλκος ανετινάχθη. Η Μαχώ εξαφνίσθη εις τον ελαφρόν ύπνον της. — Παναγία μου! τι είναι; Εις την επιφώνησιν της Μαχώς, απήντησε καγχασμός, όστις όμως ουδόλως καθησύχασε την γυναίκα. Πολλά φαντάσματα της νυκτός, καθώς και οι νεράιδες την ημέραν, είχον ακουσθή κατά καιρούς υπό πολλών να γελούν θορυβωδώς.