Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Καθίσματα μόνον ξύλινα τριγύρω και τραπέζια με ποτήρια ζύθου, ναργιλέδες πού και πού αναδίδοντες τας κυανωπάς των έλικας διά του αραιού φυλλώματος των ολίγων περισωθέντων δένδρων, και σανίδωμά τι, απομιμούμενον δήθεν σκηνήν, και μεταφερόμενον εδώ και εκεί κατά τας εκάστοτε ανάγκας και συμφωνίας του ιδιοκτήτου.
Την επαύριον της σκηνής εκείνης, όταν ο σύζυγός της έλειπεν εις το βουνόν, η Μιλάχρω εξετίναξε μετά προσοχής το κλινίδιον πλην δεν εύρε τίποτε. Δεύτερον, της έλεγον ότι εις το καφενείον κάθηται πάντοτε χαρούμενος και πίνει ναργιλέδες πολλούς και πληρόνει τακτικά, και κάπου κάπου τρατάρει.
— Θυμούμαι 'γώ εδά και τόσους χρόνους είντα 'κανε ο πάσα είς; είπε με δυσφορίαν ανθρώπου αναγκαζομένου να ψευσθή. — Εγώ 'νόμιζα, σιορ Γιωργάκη, είπεν ο Σμυρνιός, στραφείς από την θύραν όπου έπλυνε τους ναργιλέδες του, πως στα 21 ήσουνε μικρός. — Εγεννήθηκα το μεγάλο σκοτίδι· λογάριασε· 1797 ως τα 1821 πόσα έχομε; — Εικοσιτέσσερα. Ώστε ήσουν εικοσιτεσσάρω χρονώ; — Σωστά.
Ήτο μικρόν ισόγειον, με σανιδένιους καναπέδες γύρω, με ράφια υψηλότερα, επί των οποίων ήσαν εκτεθειμένα διάφορα εμπορεύματα, με καθέκλες χωρίς ερεισίνωτον, «κούτουλες», με τεζάκι, επί του οποίου ήσαν παρατεταγμένοι ναργιλέδες και φιάλαι και η μακρά τενεκεδένια αντλία, διά της οποίας ήντλει τα ποτά εκ των βαρελίων ο κάπηλος δι' εισπνοής.
Το βέβαιον είνε ότι ο Σμυρνιός εξηκολούθει να πλύνη τους ναργιλέδες του και να καταγίνεται εις τας πολλάς του ασχολίας με πλήρη ηρεμίαν συνειδήσεως και καρδίας, χωρίς καθόλου να υποπτεύεται ότι μία τρυφερά καρδία εφλέγετο χάριν αυτού και ότι εις μίαν μικράν κεφαλήν επλέκοντο όνειρα, τα οποία τον απέβλεπον.
Οι πρώτοι πελάται του Μανώλη ήσαν ο Αστρονόμος, όστις προσηνέχθη να τον οδηγή και τον βοηθή εις την εργασίαν, και ο Μπαρμπαρέζος, όστις προσηνέχθη με όχι ολιγωτέραν προθυμίαν να τον βοηθή εις την κατανάλωσιν· να πίνη καφέδες και να καπνίζη ναργιλέδες, χωρίς να πληρώνη. Από την πρώτην δε ημέραν ο καταστηματάρχης έπαθε μίαν σπουδαίαν ζημίαν.
Κατά τα προλαβόντα θέρη, όχι μόνον οίκοι, ένθα εκάπνιζε το μικρόν του τσιμπούκι, αλλά και εις την οδόν, όπου ενεφανίζετο με το τσιγάρον εις το στόμα, και εις το καφενείον, όπου εκάπνιζε δύο ή τρεις ναργιλέδες την ημέραν, παντού επαρουσιάζετο με τα μανίκια του υποκαμίσου λευκά, με μακρόν γελέκυ μισοκουμβωμένον, αναδεικνύον αμέσως τον πελώριον και εμπροσθοκλινή κορμόν του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν