Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Ο Ρούντυ έσυρε την Μπαμπέτταν δυο τρεις γύρους· κατόπιν κρατούμενοι από το χέρι εκάθησαν εις τον μικρόν πάγκον υπό τους κρεμαμένους των ακακιών κλάδους, εκυττάζοντο εις τα μάτια, ενώ το παν γύρω των ηκτινοβόλει μέσα εις την ανταύγειαν του δύοντος ηλίου.

Κ' εκεί την νύκτα υπό την θείαν ανταύγειαν των οφθαλμών του Παπά-Ιερεμία, οίτινες έλαμπον ζωηρότερον από το μαρμαίρον γαλάζιον φως των κανδηλών του ασκητικού ευκτηρίου του, προσεπάθει η γραία μετά πόνου ν' ανακαλύψη, έστω και μακρόθεν φέγγουσαν, την συγγνώμην του βαρέος αμαρτήματος του μακαρίτου. — Να, τώρα δεν έχουμε τίποτε πλεια, γέροντα, έλεγε κατά την εξομολόγησίν της.

Μετά δυσκολίας διέκρινα το μονοπάτι το χαρασσόμενον ανά μέσον βρύων και θάμνων πυκνών. Είτα, αντικρύ μου, εις την κλιτύν την κρημνώδη, ήρχισα να βλέπω μίαν ανταύγειαν. Αι πρώται ακτίνες της σελήνης επηργύρωνον τας κορυφάς των δένδρων. Έφθασα εις την βάσιν του όρους, και ήρχισα ν' ανέρχωμαι τον ανήφορον.

Η ξένη, η νεοφερμένη, όσον ολίγον και αν την είδεν η Γιάνναινα εις το σκότος, εις την ανταύγειαν του φανού της οδού, καθώς ήτον ανοικτή η αυλόπορτα, δεν ήτον, ήτο βεβαία η Γιάνναινα, η ιδία με την γυναικούλαν εκείνην, την μισόγρηαν και σουφρωμένην, που είχεν ιδεί να βγαίνη ένα πρωί, με ανεμίζον το φουστανάκι της, από την πόρταν του Βαγγέλη.

Χιτών εξ αμεθύστου, απηγορευμένος εις τους απλούς θνητούς, απέδιδε κυανήν ανταύγειαν εις το μικρόν και πλατύ πρόσωπόν του. Δεν είχε γενειάδα· προσφάτως την είχε θυσιάσει εις τον Δία. Και η Ρώμη ολόκληρος του είχεν απονείμη ευχαριστίας διά την θυσίαν αυτήν.

Μόνον η τιμή μένει ακόμη· είπεν εκείνος. — Την θέλω, αν μ' αγαπάς . . . Και τον περιεπτύχθη παράφορος, με σκιρτήματα πάθους αγρίου! Προς στιγμήν, ως να ήθελε ν' αποτινάξη την νάρκην, ήτις του εδέσμευε την ασθενή διάνοιαν, ωσάν προς στιγμήν, ν' ανένηψεν εκ της μέθης, ωσάν να διέκρινε την ανταύγειαν φωτός σωτηρίου . . . — Την τιμήν, άφησέ μου την τιμήν, είπεν ικετεύων.

Μαμά, κόττες έχει! είπεν η Δημητρούλα. — Α! ήρθες, βλέπω, με της κόττες σου, κυρά. Την ιδίαν στιγμήν εφάνη εις το σκότος και εις την ασθενή ανταύγειαν του νυσταλέου φανού του δρομίσκου η σκιερά μορφή του Βαγγέλη, εισελθόντος από την αυλόπορταν. — Α! καλώς σε ηύρα, εξάδερφε, εφώναξεν η ξένη, πάραυτα αναγνωρίσασα αυτόν.

Όπως η Ανατολή αντανακλά κατά την δύσιν του ηλίου τα χρώματα της Δύσεως, ούτω και η Βηθλεέμ είνε το προοίμιον του Γολγοθά, και του θείου Βρέφους μάλιστα το λίκνον βάφεται με μίαν ερυθράν ανταύγειαν από τον Σταυρόν του Σωτήρος. Κατά την ημέραν εκείνην ωσαύτως, — την ημέραν της Περιτομής, — ο Χριστός έλαβε δημοσία το όνομα Ιησούς, όπερ είχε προαναγγείλει ήδη ο αρχάγγελλος Γαβριήλ.

Εκεί δίπλα, είδε την ανταύγειαν των κανδηλίων του εκκλησιδίου, τα οποία είχεν ανάψει ενωρίς η μήτηρ του. Ο Φάλκος, προέκυψε κ' εκύτταξε διά της υάλου του παραθύρου.

Είδεν εις την άκραν της στενωπού την ερυθράν ανταύγειαν του φαναριού, αλλά συγχρόνως ήκουσε και τας υλακάς του κυνός κάτω από του χειμαδιού. Και, πράγμα παράδοξον! μετά τόσον τρόμον έβαλεν ο παις κραυγήν γέλωτος ομιλών συγχρόνως: — Αμ το 'ξερα 'γώ! Τα σκυλιά άμα μυρισθούν σκαλικάντζαρο, ζαρώνουν. Ούτε γαυγίζουν διόλου. Και ιδών την ερχομένην κατ' ευθείαν γραίαν: — Νά! εφώναξε.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν